-Τι
έχ’ς ρε Παντελή κι είσι βαλαντουμένους; Σι πνίτχαν τα καράβια;
-Αχ,
Γιάννη μ’ κάτι πολύ χειρότερο. Είνι μέρες τώρα που έχου να κοιμ’θώ απ’ την
στεναχώρια μ’.
-
Τι έπαθες ρε Παντελή;
-Τι
να πάθου ου ξισυλλόιαστους, είμαι εβδομήντα χρονών και τώρα μ’ ήρθαν τα βάγια. Τώρα
σκέφ’κα κάτι που έπρεπε να του είχα σκεφτεί πριν από πενήντα χρόνια. Και να
πεις πως ήταν τίπουτα σπουδαίο… κι ένα νιάνιαρο παιδί ακόμα θα το σκέφτουνταν.
-Ε,
πες μ’ και μ’ έσκασες διάολε, τι έπαθες;
-Να, δεν ξέρω Γιάννη μ’ άμα στο ’χα πει ποτέ, αλλά από μικρός είχα πάντα μια μεγάλη αδυναμία στον πατέρα μ’. Ότι μ’ έλεγε ήταν για μένα ευαγγέλιο. Μ’ έλεγε λοιπόν συνέχεια πως: οι περισσότεροι άντρες παντρεύονται γιατί δεν ξέρουν να ράψουν ένα κουμπί. Εμένα αυτό μ’ έμεινε στο μυαλό μ’, το ’δεσα κόμπο κι όσο μεγάλωνα τόσο αυτό ρίζωνε μέσα μ’ κι ήθελα κι εγώ να παντρευτώ, όπως μ’ έλεγε ο πατέρας μ’, κι να πάρω μια γυναίκα για να μου ράβει τα κουμπιά.
-Ε,
και λοιπόν!
-Και λοιπόν, πέρασα μαύρα και δύστυχα χρόνια, Γιαννη μ’. Γιατί κάθε κορίτσι που γνώρ’ζα του ρωτούσα με τρόπο, αν είναι νοικοκυρά, κι αν ξέρει να ράβει κουμπιά... Είχα ξεχάσει τα πάντα, τα γλέντια μ’, τη χαρά μ’, ακόμα και τη δ’λειά μ’. Κι ο νους μ’ κι ο λογισμός μ’ ήταν «στα κουμπιά τ’ς Αλέξινας»… Να μη στα πολυλογώ, βρήκα μια γ’ναίκα, μια κουντακνιά, μια γκαβέλου που δεν ήταν ούτε όμορφη, ούτε έξυπνη, ούτε είχε τίποτα προίκα, αλλά ήξερε να ράβει κουμπιά. Την παντρεύ’κα, απ’ λες, και τότε είδα ότι εκτός από να ράβει τα κουμπιά δεν ήξερε να κάνει τίποτα άλλο. Ούτε να μαγειρέψει, ούτε να σιδερώσει, ούτε να τιμαρέψει το σπίτι. Τίποτα ντιπ σι λέω. Αμ το χειρότερο! δεν έβαζε μέσα τς γλώσσα, κι ήταν τεμπέλα και σπάταλη, το σκιόρισμα.
-Μα
δεν μου είπες όμως ρε Παντελή, ποιά είναι τα βάγια που σου ήρθαν, τι ανακάλυψες… μήπως ότι… δεν σου ήταν πιστή!
-Όχι
βρε αδερφέ... Ανακάλυψα…, δηλαδή σκέφτηκα ότι άδικα τα τράβηξα όλα αυτά. Αφού
είμαι ράφτης...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου