Η
Κουστάντου κι η Βασίλου ανταμώθκαν μια μέρα, τηρίθκαν κατάματα κι αφού γνώρσει η
μία τ’ν άλλην, άνοιξαν τ’ς αγκαλιές, φλίθκαν σταυρουτά κι ρουτάει η Κουστάντου:
-Ισύ
είσει μαρή χαζουβασίλου;
-Iγώ
είμει μαρή χαζουκουστάντου!
-Ούι! πόσα χρόνια έχουμει να ανταμουθούμει;
-Απ’
του γάμους Βασίλουμ. Είχα έρθει κι γω τότι, σμαδιακιά χρουνιά, είχαν ξιπατουθεί
τα πρόβατα απ’ τη χλαπάτσα.
-Πιρνάς
καλά μη τουν άντρας, μαρή Κουστάντου;
-Καλά
πιρνάου Βασίλου μ’, δε κραίνι ντιπ, στόμα έχει κι μιλιά δεν έχει. Nτιπ χαιβάνι είνει,
ό,τι θέλου τουν κάνου. Ισύ μαρή Βασίλου πήρεις καλόν άντρα;
-Αχ
Κουστάντουμ, η θκόζμ είνει ζαβός, ούλου βρίζει κι φουνάζει, μη λαχτάρσει… Τι πιριμέντς
απού νευρικό άνθρουπου… Χαζουντάμαρου είνει, απ να τουν βαρέσει μέσα, τουν κιαρατά! αλλά τι να κάνου...;
-Άι
μαρή, μη στεναχουριέσει, τυχερά είναι αυτά… Άιντι πάμει τώρα στου χουριό να ξιαστουχείς
λίγου κι απέ, απαράτατουν να του φάει η μαρμάγκα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου