Την
αίσθηση της ξέγνοιαστης ζωής, και τις παιδικές και νοσταλγικές αναμνήσεις, με
τα σκισμένα παντελόνια στο σημείο του γόνατου, τους πανηγυρισμούς και τις
φωνές, το φυσικό κι αυθόρμητο ξέσπασμα της γιορτής και του ανέμελου παιχνιδιού,
ξεδίπλωσαν κάποιες φωτογραφίες, με μικρούς επίδοξους ποδοσφαιριστές του χωριού
μας, να ποζάρουν μπροστά στο όνειρο!
Και
βέβαια, οι μνήμες αρχίζουν να ξετυλίγονται, καθώς μνήμη είναι ό,τι συγκρατούμε
από το παρελθόν.
Τότε
το ραντεβού στην αλάνα ήταν αυτονόητο, δεν το κανόνιζε κανένας. Η συνεύρεση των
παιδιών, το καλοκαίρι γίνονταν καθημερινά τα απογεύματα, πότε στη Γελαδαριά,
πότε στον Μύλο, πότε στο Λιβάδι, πότε στα Κλούρια και πότε στο προαύλιο της
εκκλησίας.
Στην
αρχή, άρχιζαν να συγκροτούνται οι ομάδες. Μην φανταστείτε ενδεκάδες. Κι αν δεν
έβγαινε για «διπλό» το παιχνίδι γίνονταν και «μονό». Έπρεπε όμως να χωριστούν
ισοδύναμα σε ομάδες. Να μην πάνε όλοι οι καλοί μαζί, έτσι ώστε ο αγώνας να
είναι ντέρμπι.
Άλλωστε
ποιος είναι αυτός που έπαιξε σαν παιδί ποδόσφαιρο, που εντάχθηκε σε ομάδα και
δεν ξέρει, πως και η αντίθετη ομάδα στο βάθος δεν είναι αντίμαχη, συνεργάζεται
μαζί σου, γιατί χωρίς αυτή δεν θα υπήρχε το παιχνίδι.
Έτσι
λοιπόν, την πρωτοβουλία της συγκρότησης των ομάδων, συνήθως, την είχαν οι δύο
καλύτεροι παίκτες, οι οποίοι θα ήταν αντίπαλοι και έκαναν την επιλογή. Επέλεγε
πρώτος αυτός που είχε επικρατήσει στα βηματάκια ή ποδαράκια! Τρεις κινήσεις ο
καθένας και όποιος πατούσε πρώτος το παπούτσι του άλλου, είχε το δικαίωμα να
επιλέξει πρώτος.
Διαιτητής φυσικά δεν υπήρχε. Οι διαφορές λύνονταν αυτοδίκαια. Η μεγάλη φασαρία γινόταν για το αν θα έπρεπε να μετρήσει ένα γκολ, λόγω ύψους. Δεν υπήρχε οριζόντιο δοκάρι και οι διαβουλεύσεις κρατούσαν αρκετά λεπτά. Καμιά φορά υπήρχε το ίδιο σκηνικό διαφωνίας και φασαρίας για τα κάθετα «νοητά» δοκάρια, που ήταν φτιαγμένα από πέτρες ή μπουφάν. Για οφσάιντ ούτε λόγος να γίνεται!
Τερματοφύλακας
συνήθως δεν ήθελε να παίξει κανένας. Το να τρως γκολ, σου τραυμάτιζε την
παιδική καρδιά, ασχέτως αν δεν υπήρχε άμυνα. Συνήθως χρέη τερματοφύλακα έκανε
κάποιος που είχε παραπάνω κιλά και ήταν αργός ή κάποιος που ήταν αδιάφορος για
το ποδόσφαιρο. Βέβαια, υπήρχε και η λύση του μπακότερμα, να παίζει, δηλαδή κάποιος
τερματοφύλακας και ταυτόχρονα να είναι και αμυντικός.
Η
διάρκεια του αγώνα ρυθμιζόταν με το σκορ, με το ποια ομάδα θα έφτανε πρώτη σε
έναν συγκεκριμένο αριθμό γκολ. π.χ. μέχρι τα δέκα γκολ. Άλλες φορές νύχτωνε και
ο αγώνας τελείωνε εκ των πραγμάτων αφού δεν φαίνονταν η μπάλα.
Άρχιζε
λοιπόν ο αγώνας και όλοι ρίχνονταν σ’ εκείνη την απόλαυση του ξαφνιάσματος, της
χαράς και της συγκίνησης. Τα σουτ, οι κεφαλιές, οι ντρίπλες, τα τάκλιν, τα ανάποδα
ψαλιδάκια, οι, αποκρούσεις πέφτοντας στο έδαφος, εναλλάσσονταν με τις επευφημίες και τα γκολ, που αποθεώνονταν με τους
έξαλλους πανηγυρισμούς, τις αγκαλιές και τα φιλιά των συμπαιχτών για μια μπάλα
που απλά περνούσε τις δυο πέτρες του τέρματος.
Όμορφα και ξένοιαστα χρόνια! Να ξαναγινόμασταν πάλι πιτσιρίκοι!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου