Ο
Στέλιος, φοιτητής στην Ιταλία, φιλοξένησε κάποτε στο χωριό τον συγκάτοικό του Νίκο, που η καταγωγή του ήταν «κάτω απ’ τ’ αυλάκι», που λένε. Οι δυο φοιτητές γνωρίστηκαν
στο πανεπιστήμιο στην Ιταλία και είδαν ότι ταιριάζουν τα χνώτα τους και είπαν να
συγκατοικήσουν για να μοιραστούν και το νοίκι. Ε, και έτσι αναπτύχθηκε μια καλή
φιλία κι έγιναν αχώριστοι φίλοι. Ήρθαν, λοιπόν κάποτε στο χωριό οι δυο
φοιτητές, έκαναν μια γύρα στα Τρίκαλα και το απόγευμα γύρισαν στο σπίτι. Κάθισαν
στην αυλή, έπιναν το καφεδάκι τους κι εκεί που είχαν χαλαρώσει, σκάει μύτη ο παππούς
ο Στυλιανός.
-Έλα
παππού, κάτσε να σε γνωρίσω τον συγκάτοικό μου, τον Νίκο, λέει ο Στέλιος.
-Απού
που ίσι παλικάριμ ισί; Τον ρωτάει ο παππούς.
-Από
την Πελοπόννησο είμαι, απαντά ο Νίκος.
-Απού
ποιο μέρος απ’ την Πιλουπόννησου ίσι πιδίμι; Επέμενε ο παππούς.
-Από
τη Μάνη, απαντά ο Νίκος.
-Ά…αααα,
μπράβου. Ίσι απού καλό μέρους. Μανιάτς, σα να λέμι .
-Ναι,
ναι Μανιάτης, επιβεβαίωσε ο Νίκος.
-Μοιάζι
τ’ς παλιοί τ’ς Μανιάτις, ή όχι;
-Ξέρω
γω; Μάλλον μοιάζω. Απάντησε ο Νίκος γελώντας.
-
Α τήρα, τί θα σι που πιδί μ’. Να διαβάσι την ιστουρία τ’ς Μάνης, τ’ς ήρουϊς, του
τί έκαναν με τ’ς τούρκοι γιατί απ’ ότι γλέπου θα χρειαστεί πάλι να παλέψουμι με
τ΄ς τουρκαλάδις.
-Όσο
μπορώ, ναι, διαβάζω, αλλά τώρα γιατί να παλέψουμε, δεν το καταλαβαίνω;
-Ά…ααααα,
α…αααα, γιατί του μάτι τ’ς τ’ όχουν σια δω μιριά!!!
-Δε
μπα να τό ’χουν. Ας τό ’χουν. «Μολών Λαβέ»!!!
-Α…ααα,
τώρα είπις καλά. Μπράβου πιδί μ’, χαρά στη μάνα που σι γέντζι!!!
-Μα
με τις ανασφάλειες και τα όνειρα των Τούρκων θα ασχολούμαστε τέλος πάντων!!!
-Δε
μη λές, στα πόσα είσι;
-Τί
εννοείτε;
-Πόσου χρουνών ίσι λέου.
-Εικοσιένα
και πέντε μήνες ακριβώς!!!
-Έκανις
καμιά δ’λιά πριν πας να σπουδάσι;
-Πως
δεν έκανα. Εγώ δούλευα από το Γυμνάσιο.
-Μπράβου,
μπράβου παλικάριμ. Άξιους, άξιους. Τ’ ακούς Στέλιο; Δούλιβι του πιδί.
-Μ…μμμμμ
…
-Άσι,
άσι κατάλαβα, τον έκοψε ο παππούς.
-Μα
απ’ ότι μου είπε ο Στέλιος, κι αυτός δούλευε, είπε ο Νίκος.
-Ναι,
ναι, πως. Κι δε μη λες πιδί μ’, τί δ’λιά έκανις αν επιτρέπιτι;
-Μπαρίστας!!!
-Μ…μμμμμμ,
μάλιστα, καλή δ’λιά ακούϊτι. Τί δ’λιά είνι όμως αυτήν πιδί μ;
-Μπαρρίστας,
σε μπαρ, πως να στο εξηγήσω….
-Άσε,
άσε, δε χρειάζεται, επενέβη ο Στέλιος.
-Δηλαδή
τί ακριβώς έφκιανις;
-Πως
να σου πω, ήμουν μέσα απ’ τη μπάρα και έρχονταν οι πελάτες κάθονταν στο μπαρ
και τους σέρβιρα ότι ήθελαν να πιούν. Καφέ, ποτά, τέτοια.
-Ά….αααα
μάλιστα, κατάλαβα. Βρε παλικάρι μ’ δε ξέρου πως του λέτι ισίς στην Μάνη, αλλά
ιμείς ιδώ, στου χουργιό καφετζή τον λέμε αυτόν.
-Κατά
μια έννοια, ναι, μπορείς να το πεις και έτσι!!!
-Κοιτάξτι
μαναχά ικί που πάτι στην Ιταλία να σκουλάστι. Διαβάστι να πάρτι του πτυχίου. Να
πάτι στρατό, να γυρίστι μη του καλό, να βρείτι κι μια δ’λιά καλή κι μιτά ένα κουρίτσι
καλό να φκιάστι φαμπλιά, ξέρου γω, κατέληξε ο παππούς Στυλιανός.
-Ναι,
το όνειρο του κάθε παππού. Σπουδές, στρατό, γάμος και εκεί τελειώνει η αποστολή
μας.
-Ιγώ
αυτά ξέρου, αυτά λέου. Τώρα ισίς οι νέοι άμα ξέρτι άλλα, κάντι ότι σας φουτήσι
ου Θιός, τί να σας πω …