Κυριακή 17 Μαρτίου 2019

Λέξεις του τόπου μας, από το Γλωσσάρι Ιδιώματος Δυτικής Θεσσαλίας και ευρύτερης περιοχής αυτής. ΤΑΥ



Του Ευαγγέλου Στάθη Φιλολόγου


Συνεχίζοντας την παρουσίαση μέρους από το λεκτικό – γλωσσολαογραφικό υλικό που αφορά τον τόπο μας, και το οποίο έχει καταγραφεί στο βιβλίο μου με τίτλο: «Γλωσσάρι ιδιώματος Δυτικής Θεσσαλίας και ευρύτερης περιοχής αυτής», γίνεται μια επιλογή λέξεων που αρχίζουν από το γράμμα (Τ) και παρουσιάζονται παρακάτω με αλφαβητική σειρά:



ταμπούσλα  επίρρ. μπουσουλώντας, περπατώντας με τα τέσσερα, χέρια και πόδια
τανάσκλα  επίρρ. ανάσκελα:  ούλη  τη μέρα τανάσκλα, δλεια ντιπ
ταπίστουμα  επίρρ. βλ. λ. πίστουμα
ταπιτώργια  επίρρ. και  ταπουτώργια  και ταπουτώρα· πριν από λίγο (πριν τα από τώρα): πάλι χαλεύς να φας;  ταπιτώργια δεν έφαϊς;
ταπουταύτου  επίρρ. ορθότ. για ταπουταύτου· γι’αυτό (ακριβώς): α, για ταπουταύτου ήρθις να μι δεις, γιατί ήθιλις κάτι, ε;
ταραχεύου   ρ. μεταβ.  αόρ. ταράχιψα· ταραχεύουμι ταραχεύκα ταραχιμένους· ταράζω, ταράζομαι, χάνω την ηρεμία μου, εκνευρίζομαι: μι ταράχιψι η άχρηστους μεαυτά που έλιγι και έκανι – μόλις μ’είπι αυτές τς’ κουβέντις, ταραχεύκα ένα ένα – του πόσο ταραχιμένη  είμι τώραεά! τουν μπλάτσιασα (συνάντησα) πάλι τουν άφταστουν κι δε μ’ έκρινι ντιπ, έκανι σεαπέρα 
ταύτου  επίρρ. ορθότ. για ταύτου  βλ. λ. ταπουταύτου
τάχα μ’ να   επίρρ. και ταχανά και τάχατις· τάχα
ταχιά  επίρρ. αύριο: ταχιά, προυί προυί, θα κατιβούμι στα Τρίκαλα
τέγγι  του ουδ. ουσ. μικρό, σύντομο χρονικό διάστημα: ήρθι κι έφυγι γλήγουρα  κανα τέγγι έκανι δεν έκανι – πιρίμινέ μι, δε θ’αργήσου ούτι ένα τέγγι  
τέντα ρέντα  επίρρ. τελείως ξάπλα, φαρδιά πλατιά: ξάπλουσι τέντα ρέντα να ξικουραστεί – ούλουένα τέντα ρέντα τουν γλεπς (τεμπελιάζει) – τουν δίνει  μια στου κιφάλι, πάρ’τουν κάτ’, τέντα ρέντα – βρε, τουν μακαρίτη, πχοιος πίστιυι να τουν δούμι τέντα ρέντα! (πεθαμένον)  2) μεταφ. ως επίρρ. ορθάνοιχτα: τέντα ρέντα η πόρτα κι κρύουσι του σπίτι
τζαμαλάια  η θηλ. ουσ. και τζαμαλάιου· για γυναίκα η αχτένιστη, η αναμαλιασμένη: τη γλεπς πουτέ χτιντζμένη; ούλουένα τζαμαλάια είνι
τζαμάρα  η θηλ. ουσ. είδος φλογέρας
τζατζάς  η αρσ. ουσ. είδος πουλιού· έχει χρώμα κοκκινωπό με άσπρη ουρά ή ασπρόμαυρο ράμφος κυρτό και μέγεθος μικρού κότσυφα
τζιαουνάω  ρ. μεταβ. και αμετ.  αόρ. τζιαούντσα· γκρινιάζω συνεχώς, νουθετώντας και συμβουλεύοντας κάποιον: ούλουένα τζιαουνάει κι καένας δεν τουν ακούει
τζιάπι  του ουδ. ουσ. δικαιολογία, αναφορά: τι τζιάπ  θα δώσουμι στουν κόσμου μεαυτό από’παθάμαν
τζιέργια  τα ουδ. ουσ. 1) τα εντόσθια του σφάγιου, η συκωταριά, ιδίως του αρνιού  2) μεταφ. μ’ έφαγις τα τζιέργια μ’ μεαυτά που καντς (με στενοχωρείς πολύ) – έλα δω, τζιέρι μ’ (χαϊδευτικά σε μωρό παιδάκι)  3) στις φράσεις τζιέρι μου, ισύ! (αγάπη μου, καρδιά μου)  αχ, τζιέρι μ’ ισύ, αχ, η μαύρη μ’ τι μι βρήκι (για μάνα που θρηνεί το γιο της)
τζιμάνι  του ουδ. ουσ.  έξυπνος, ικανός νέος: πιδί τζιμάνι, τζιμανόπιδου
τζιόρας  η αρσ. ουσ.  ο χοντροκέφαλος, ο μπουνταλάς: εμ κι συ, ρε τζιόρα, ντιπ δε σ’έκουψι του μνυαλό σ’; τουν άφσις κι σ’ελιγι τέτχοια; να, χαζέ!

τζιουρνόκι του ουδ. ουσ.  γερός, ακμαίος, σφριγηλός άνθρωπος: είδα τουν παππού ιχτέ, τζιουρνόκι ήταν – συνήθως χρησιμοποιείται ειρωνικά: ε, σιγά μην τα καταφέρς ισύ, γιρό τζιουρνόκι είσι
τζιούφλια  τα ουδ. ουσ.  λέγεται υβριστικά για τα μάτια σε ώρα εκνευρισμού προς κάποιον που δεν ξέρει ή δεν καταλαβαίνει κάτι: άνοιξι λίγου τα τζιούφλια σ’ να ιδείς (να μάθεις) – αυτός δεν ξέρει  να βγάλει  τα τζιούφλια τ’
τζιούφους  η αρσ. χρησιμοποιείται ως επίρρ. χαμένος κόπος, αποτυχία: δούλιψάμαν, δούλιψάμαν κι στου τέλους τζιούφους η δλειά, μας τα χάλασι ούλα του χαλάζι
τζιριμές  η αρσ. ουσ. ο τζερεμές  1) ζημιά, πρόστιμο χρημάτων που πληρώνει κανείς από σφάλμα του: κοίτα καλά μαναχά μην πληρώσουμι κάναν τζιριμέ 2) ειρων. για τεμπέλη, άχρηστο άνθρωπο που μας γίνεται μπελάς: έμπλιξάμαν μι τζιριμέ άνθρουπου
τζιτζβές  η αρσ. ουσ.  το μπρίκι: βράσι λίγου ένα αυγό στου τζιτζβέ
τζτζίνα  η ως επίρρ. τρόπος καβάλας κάποιου στην πλάτη άλλου: τουν πήρα τζιτζίνα να τουν απιράσου πέρα μιργιά ’π’του πουτάμι
τιγκόρδε  επίρρ. τέζα, νεκρός: μόλις τά ’ξι (τα άκουσε) αυτά, έπισι καταή τιγκόρδε απ’την καρδγιά τ’
τίκα  η θηλ. και αρσ.  τίκους  και ουδ.  τίκι·  η γαλοπούλα
τικνίζει  ρ. γ΄προς. αόρ. τίκνισι· τυχαίνει: πώς κι έχου κιρό να σι δου; ξέρου κι ’γω, τίκνισι
τιλούμπα  η θηλ. ουσ. η τουλούμπα, είδος αντλίας νερού σιδηροσωλήνα 7-10 μ. τοποθετούνταν με γεώτρηση στο έδαφος σε 50 πόντους πάνω από αυτό και προσαρμόζονταν χειροκίνητη αντλία με την οποία γίνονταν η άντληση του νερού· με το νερό αυτό υδρεύονταν άνθρωποι, ζώα και κηπευτικά
τιμαρεύου  ρ. μεταβ. αόρ. τιμάριψα· τιμαρεύουμι τιμαρεύκα τιμαριμένους· συμμαζεύω, περιποιούμαι, φροντίζω κάτι: σκώθκα προυί την Κυριακή, έκανα ούλις τς δλειες, τιμάριψα του σπίτι, τιμαρεύκα κι γω κι κίντσα για τη νηκκλησιά
τιτχιώνου  ρ. μεταβ. και αμετ. αόρ. τέτχιουσα· κάνω κάτι γενικά και αόριστα· χρησιμοποιούμε το ρ. όταν δεν έχουμε πρόχειρη την κατάλληλη λέξη και την ψάχνουμε στο μυαλό μας: τέτχιουσέ του λίγου του κουτί, ε… άνοιξέ του – του τέτχιουναν του κουρίτσι, του…προυξινούσαν στου Γιάννη – ικείνη  την ώρα του τέτχιουνι του σπίτι, του… συγύρζι
τόκα  ως επίρρ. στη φράση: έκανάμαν κι τόκα μι τα χέργια (δώσαμε τα χέρια, τα συμφωνήσαμε) – έκανάμαν τόκα μι τα πουτήργια μας (τα τσουγγρίσαμε για τη συμφωνία που πετύχαμε) – άντι τόκα, να παν κάτ’ τα φαρμάκια
τουρλώνου  ρ. αόρ. τούρλουσα· τουρλώνουμι τουρλώτχα τουρλουμένους· προβάλλω, κάνω κάτι να προεξέχει: την τούρλουσα την κοιλιά μ’ (την παραγέμισα, παραέφαγα) – τι τουν τουρλώντς έτσι  τουν κώλου σ’;
τουρός  η αρσ. ουσ.  βλ. λ. ντουρός
τραγασιά  η θηλ. ουσ. η δραγασιά· πρόχειρη ξύλινη καλυβούλα που στήνει ο δραγάτης πάνω σε τουφωτό δέντρο ανάμεσα στα κλαδιά ως σκοπιά, ως παρατηρητήριο, για να παρακολουθεί από κει την κίνηση ανθρώπων και ζώων
τρανεύου  ρ. μεταβ. και αμετ. αόρ. τράνιψα  1) κάνω κάποιον τρανό, τον μεγαλώνω: τράνιψα έξι πιδγιά ιγώ ’π μι γλεπς έτσι  2) αμετ. μεγαλώνω: πότι τράνιψι κιόλα του πιδί;  3) μέσ. τρανεύουμι τρανεύκα τρανιμένους· γίνομαι τρανός: του πιδί αυτό είνι τρανιμένου στα χέργια μ’  4) περηφανεύομαι, παινεύομαι: δεν τρανεύκι πουτέ που καλουπάντριψι τα κουρίτσια τς
τραπέτσι  του  ουδ. ουσ. για φαγώσιμο το πολύ ξινό: ξνα, τραπέτσι  τα σταφύλλια, δεν τρώουντι – πω! πω! πω! τραπέτσι τό’κανις του φαΐ
τράτου  και τράτους  στις φράσεις πήρι τράτου ούλου του χουργιό – μιγάλους τράτους σ’ ούλα τα βηλαέτχια μι τεαυτό που γίνκι (ντόρος, θόρυβος)
τρέβλα  η θηλ. ουσ.  είδος αγριόχορτου που τρώγεται σε σαλάτες και λαχανόπιτες
τριβόλι  του ουδ. ουσ. άγριο φυτό, του οποίου η φυλλωσιά έρπει στο έδαφος και είναι γεμάτη από αγκάθινους καρπούς σε σχήμα μικρού βόλου· άμα πατήσεις ξυπόλυτος, σου αγκυλώνουν επώδυνα την πατούσα: από μικρό πιδί δούλευα· γιόμζαν τριβόλια τα πουδάργια μ’
τριχάλα  ως επίρρ. τρεχάλα, τρέχοντας
τρουβάς  η αρσ. ουσ.  ο τορβάς, ο ντορβάς 1) το ταγάρι που χρησιμοποιούν οι γεωργοκτηνοτρόφοι  2) ως μέτρο βάρους ή χωρητικότητας: έναν τρουβά κάστανα – έναν τρουβά λίρις έδουσι προίκα στην κόρη τ’– παράδις μι τουν τρουβά
τρουιούρ  και με επανάληψη τρουιούρ τρουιούρ και τρουιούρου· τριγύρω, τρόυρα: …κι του Βαρλάμη το κελί δε μπόρειε να πατήσει, τρουιούρ τρουιούρου τού’φιρνι , τρουιούρ τρουιούρ το φέρει (από δημ. τραγ.)   
τσακναρίδας  η  αρσ.  ουσ. λέγεται συνήθως για μικρά παιδάκια  αυτός που έχει λεπτή αρίδα σαν τσάκνο (βλ. λ.)
τσάκνου  του ουδ. ουσ. το τσάκνο πληθ. τα τσάκνα·  1) λεπτά ξερά κλαδιά για προσάναμμα: φέρι κανα δγυο τσάκνα να προυσανάψουμι λίγου τη φουτχιά  2) μεταφ. στη φρ. τσάκνα χέργια – τσάκνα πουδάργια (τσακνουπόδαρα) – δόσι μι ένα τσάκνου για τα δόντγια μ’ (για οδοντογλυφίδα)
τσαντίλα  η θηλ. ουσ. 1) σακούλα από άσπρο αραιό ύφασμα στην οποία στραγγίζουν το φρεσκοπηγμένο τυρί  2) κατ’επέκτ. κάθε αραιό ευτελές ύφασμα: ένα ύφασμα, ντιπ, τσαντίλα
τσιρένι  του ουδ. ουσ. πληθ. τα τσιρένια· δεμάτι από ξεραμένα χόρτα για σανό ζώων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

επικοινωνιστε μαζι μας