Δευτέρα 20 Αυγούστου 2018

Λέξεις του τόπου μας, από το Γλωσσάρι Ιδιώματος Δυτικής Θεσσαλίας και ευρύτερης περιοχής αυτής. ΛΑΜΔΑ



Του Ευαγγέλου Στάθη Φιλολόγου

Συνεχίζοντας την παρουσίαση μέρους από το λεκτικό – γλωσσολαογραφικό υλικό που αφορά τον τόπο μας, και το οποίο έχει καταγραφεί στο βιβλίο μου με τίτλο: «Γλωσσάρι ιδιώματος Δυτικής Θεσσαλίας και ευρύτερης περιοχής αυτής», γίνεται μια επιλογή λέξεων που αρχίζουν από το γράμμα Λ και παρουσιάζονται παρακάτω με αλφαβητική σειρά:

λαβαντούρα  η θηλ. ουσ. το νταβαντούρι· ντόρος, σαματάς, σύγχυση: άκουγα που γίνουνταν μαγάλη  λαβαντούρα, αλλά δεν έδουσα σημασία ούτι καταλάβινα τι έλιγαν
λαβδός  επίθ. η λαβδός η λαβδεά του λαβδό· αυτός που έχει στραβά πόδια, που λυγίζουν προς τα μέσα όταν περπατάει· επίρρ. λαβδά: τι πας έτσι   λαβδά λαβδά
λαβίδα  η θηλ. ουσ. το κουτάλι του φαγητού, της σούπας
λαβίζου  ρ. αμετάβ. αόρ. λάβσα· φωνάζω πολύ δυνατά και ασταμάτητα, μαλώνω, καυγαδίζω: λάβζι ούλη  τη μέρα χτες, λαβίζει ακόμα κι σήμιρα
λάγανου  του ουδ. στη φράση τουν είπα τουν ξαναείπα, λάγανου έβγαλα στη γλώσσα μ’ (κουράστηκα να λέω και να ξαναλέω τα ίδια)
λαγαρός  επίθ. η λαγαρός η λαγαρεά του λαγαρό· ο κατακάθαρος, ο διαυγής: λαγαρό νερό – λαγαρό κρασί 2) τα λαγαρά· τα λαγόνια: τουν δίνει  μία στα λαγαρά τ’, τουν ήρθι αχαμνά (λιγούρα)
λαγγεύου  ρ. αόρ. λάγγιψα· λαγγεύκα, λαγγιμένους: 1) λαχταρώ, ποθώ πολύ κάτι: λαγγεύει  η καρδγι ά μ’ για κανα γλυκό, αλλά μι τ’ απουγούριψι η γιατρός 2) σκιρτώ, πηδώ, είμαι έτοιμος για κάτι: λαγγεύου για χορό 3) νιώθω και εκδηλώνω ερωτισμό: ούλου τα κουρίτσια κοιτάει, λαγγεύει  για παντρειά  απού τώρα 4) στραμπουλώ: παραπάτσι κι λάγγιψι του πουδάρι τ’
λαγγιόλι  του ουδ. ουσ. 1) η πτυχή, η πιέτα, η δίπλα ενδύματος: φούστα, φόρεμα, φουστανέλλα με λαγγιόλια 2) στη φράση άι, πιδάκι μ’, ισένα σι λείπει  μάνα κι λαγγιόλι  κι του μψο του μπουντινάρι (μάνα = μεγάλο κομμάτι υφάσματος, μψο = μισό, μπουντινάρι = το ύφασμα του παντελονιού που καλύπτει ολόκληρο το ένα πόδι· η φράση λέγεται για άνθρωπο μη λογικό, άμυαλο)
λαγγόνι  του ουδ. ουσ. το λαγόνι· πληθ. τα λαγγόνια· τα πλάγια και μαλακά μέρη της κοιλιάς: μι πουνάει  ιδώεα στου λαγγόνι· στις φράσεις πλάκα τα λαγγόνια μ’ (πεινάω πολύ) – ντιπ λαγγόνια δε γλεπς (για άνθρωπα πολύ αδύνατο, ισχνό) – ίσια στου λαγγόν  μι βάρισι η κουβέντα που είπις (με πόνεσε, με λύπησε η κουβέντα) – σαν τουν αρχίζει  στου ξύλου, αυτί λαγγόνι (τον χτυπούσε απ’ τ’αυτί ως το λαγγόνι, παντού δηλ.)
λαγγουτζμάρα  η θηλ. ουσ. πληθ. οι λαγγουτζμάρις· ψυχική κατάσταση, κατά την οποία δεν μπορώ να ενεργήσω λογικά και ψύχραιμα, δεν ξέρω τι να κάνω ή βρίσκομαι συνεχώς σε δίλημμα ή σε αμηχανία
Λαζαρίνις  οι θηλ.ουσ. κορίτσια μικρά ως 13-14 χρονών, τα οποία ψάλλουν τα κάλαντα από πόρτα σε πόρτα την ημέρα του Λαζάρου
λαήνι  του ουδ. ουσ. το λαγήνι
λαθκό  του ουδ. ουσ. το λαδικό· μικρό δοχείο με λάδι που το χρησιμοποιούσε η νοικοκυρά στην καθημερινή μαγειρική
λαθούρι  του ουδ. ουσ. και λαθύρι· είδος φυτού που μοιάζει με το βίκο και καλλιεργείται για ζωοτροφή
λαϊάζου  ρ. αμετάβ. λαγιάζω, λαρώνω, νυστάζω
λάιους  επίθ. η λάιους η λάια, του λάιου· 1) για πρόβατα αυτό που έχει μαλλί σκούρο, μαύρο χρώμα 2) για άνθρωπο αυτός που έχει δέρμα σε πολύ μαύρο χρώμα· ο μαυριδερός, ο μελαμψός

λακίζου  και λακάω  ρ. αμετάβ. αόρ. λάξα· το βάζω στα πόδια τρέχοντας: μόλις άξι (άκουσε) τα σκλια να γαυγάν, λάξι
λάκκους  η αρσ. ουσ. ο λάκκος· μεταφ. στις φράσεις να σι χέσου του λάκκου σ’ (για κατάρα σε κακόψυχο άνθρωπο, αλλά και χαϊδευτικά για σκανδαλιάρικο μικρό παιδάκι) – σκατά στου λάκκου τ’ τουν κεαρατά (στον τάφο του, κατάρα)
λαλούτα  η θηλ. ουσ. και λαλίτσα· μικρό όργανο που παράγει ήχο όταν περάσει μέσα από αυτό αέρας· τη χρησιμοποιούσαν τα μικρά τα παιδιά
λαμανάω  ρ. μεταβ. αόρ. λαμάντσα· λαμανιώμι αόρ. λαμανίσκα μετοχ. λαμαντσμένους· αναταράζω, ανακατεύω, χαλάω, καταστρέφω, ξοδεύω: μπήκι του γρούνι  στουν κήπου κι τα λαμάντσι ούλα – μην τα λαμανάς τα λιφτά – λαμανίσκαν τα σπαρτά απ’ τη βρουχή – λαμαντσμένα ρούχα – λαμαντσμένα μαλλιά – λαμανούσι τα στήθχια τς ούλη νύχτα ψε (χάϊδευε ερωτικά τα στήθια της)
λαμανιά  η θηλ. ουσ. αναταραχή, σπατάλη, καταστροφή
λαμνί  του ουσ . ουδ. στενόμακρος σωρός από αλωνισμένα δημητριακά ή όσπρια στο αλώνι, έτοιμα για λίχνισμα
λαμπίκους  η αρσ. ουσ. οτιδήποτε έγινε καθαρό μετά από λαμπικάρισμα
λαμπουγυάλι  του ουδ. ουσ. και λαμπόγυαλου·  το γυαλί που καλύπτει το φυτίλι της λάμπας πετρελαίου· είναι πολύ εύθραυστο, γι’αυτό και η φράση τά’κανι λαμπόγυαλου ούλα (έκανε φασαρία, τα έσπασε)
λανάρα  η θηλ. ουσ. μηχανή που χρησιμοποιείται για το ξάσιμο του πρόβειου μαλλιού
λανάρι  του ουδ. ουσ. χειροκίνητο μηχάνημα για το ξάσιμο του μαλλιού 
λαναρίζου  ρ. μεταβ. αόρ. λανάρσα· λαναρίζουμι αόρ. λαναρίσκα μετοχ. λαναρσμένους· περνώ το μαλλί στο λανάρι ή στη λανάρα και το κάνω έτοιμο για γνέσιμο
λάνταβους  βλ. λ. αλάνταβους
λάπατου  του ουδ. ουσ. το λάπαθο· είδος λαχανικού που χρησιμοποιείται στη μαγειρική, ιδίως στη λαχανόπιτα: του θέλει του λάπατου η λαχανόπτα, για να γένει  καλήν
λαρώνου  ρ. αμετάβ. αόρ. λάρουσα μέσ.  μετοχ. λαρουμένους· γλαρώνω, ησυχάζω, γαληνεύω, νυστάζω, πλαγιάζω: λάρουσαν στου γρέκι  τα πρόβατα – λάρουσαν οι κότις – λάρουσαν τα μάτχια μ’ – κάθουνταν στη γουνιά  λαρουμένους
λάστικου  του ουδ. ουσ. το λάστιχο· έτσι έλεγαν τα παιδιά τη σφεντόνα, με την οποία κυνηγούσαν διάφορα πουλιά· λάστικου έλεγαν και τη γομολάστιχα τα παιδιά στο σχολείο
λαφχιάτς  η αρσ. ουσ. ο λαφιάτης, είδος φιδιού που τρέχει γρήγορα (σαν ελάφι)
λαψάνι  του ουδ. ουσ. πληθ. τα λαψάνια· είδος λαχανικού που μοιάζει πολύ με το σινάπι· τρώγεται βραστό ως σαλατικό ή τσιγαριστό με ψιλοκομμένο λουκάνικο ή τσιγαρίδες (φαΐ γκαραγκούνικο κυρίως, πολύ νόστιμο)
λειψόκλουρα  η θηλ. ουσ. λειψή κουλούρα· παρασκευάζεται από άσπρο σταρένιο αλεύρι χωρίς προζύμι· δε φουσκώνει σαν το ζυμωμένο ψωμί, γι’αυτό και λέγεται λειψόκλουρα
λειψός  επίθ. η λειψός η λειψεά του λειψό 1) ο ανεπαρκής, ο λίγος: του φαΐ είνι λειψό, δε θα μας φτάσει  2) για άνθρωπο αυτός που παρουσιάζει ατέλεια στη σωματική και στη διανοητική του διάπλαση: αυτός είνι ένας γιρουδιμένους άντρας κι αυτήν ντιπ, νια λειψεά – είνι λειψός η καημένους, δεν τουν κόβει του μνυαλό τ’  υποκορ. η
λέλε  και λέλε μό (μου)  επιφ. πόνου, λύπης, (σπάν. και έκφραση χαδιού): λέλε τι έπαθι η καημένους – λέλε μό τι μι βρήκι την έρμη μ’ – λέλε αν σι πχιάσου, θα σι φάου (χαϊδευτικά σε μικρό παιδάκι)
λέλια  βλ. λ.  λέλε
λέσιου  του ουδ. ουσ. το λέσι· ψοφίμι, πτώμα ζώου σε αποσύνθεση: βρουμάει  σα λέσιου
λέτσιους  η αρσ. ουσ.  ο λέτσος· ο κακοντυμένος, αυτός που φοράει βρόμικα ρούχα: δεν αντρέπιτι ντιπ, πώς κυκλουφουράει έτσι σα λέτσιους;
λιανίζου  ρ. μεταβ. παρατ. λιάντζα αόρ. λιάντσα· λιανίζουμι λιανίσκα λιαντσμένους· κόβω κάτι σε πολύ μικρά κομμάτια, κατακομματιάζω: του λιάντσα του κρέας, έτοιμου για βράσιμου 2) κατασφάζω: μι λιάντσι ένας σφάχτς ιδώεα στην πλάτη μ’ (ένας οξύς πόνος) 3) ξυλοκοπώ, δέρνω πολύ: σαν τουν  πχιάνει  κι τουν βάζει κάτ’, τουν  λιάντσι στου ξύλου 4) εξαντλούμαι σωματικά και ψυχικά (βαλαντώνω): λιανίσκι στη δλειά ούλη τη μέρα – λιανίσκι απ’ του κλάμα του πουλύ
λιανουπαίδι  του ουδ. ουσ.  πληθ. τα λιανουπαίδγια· το μικρό παιδί, το σχολιαρόπαιδο, το ανήλικο
λιανουπούλι  του ουδ. ουσ. η λιανική πώληση
λιάντσμα  του ουδ. ουσ. το λιάνισμα, το κόψιμο σε μικρά κομμάτια
λιανώματα  τα ουδ. ουσ. 1) τα λιανά, τα ψιλά κέρματα των χρημάτων 2) τα μικρά κομμάτια από τη συκωταριά και τα εντόσθια σφάγιου (ιδίως αρνιού και κατσικιού)· γίνονται νόστιμη μαγειρίτσα, επίσης μαγειρεύονται καβουρδισμένα στο τηγάνι με λάδι και ρίγανη
λιβακώνουμι  ρ. αόρ. λιβακώτχα μετοχ. λιβακουμένους·  1)  ζεσταίνομαι  πολύ, λιοκαίγομαι, πυρώνομαι, θερμαίνομαι: λιβακώτχαν ούλη τη μέρα όξου στου θέρου – λιβακώτχα απ’ τη σόμπα – λιβακώτχι απ’ τουν πυρετό 2) μεταφ. αναστατώνομαι, ταράζομαι, ανάβω: λιβακώτχα τώραεά μεαυτό απού μ’ είπις
λίβας  η αρσ. ουσ. ζεστός νοτιοδυτικός άνεμος που πνέει από την κατεύθυνση της Λιβύης: τραβάει  λίβας όξου· παν τα σπαρτά, θα τα κάψει  ούλα
λιβίθρα  η θηλ. ουσ. η λεβίθα· το γνωστό παράσιτο των εντέρων του ανθρώπου, ιδιαίτερα των μικρών παιδιών· μεταφ. η πολύ λεπτή γυναίκα
λιγουργιάζου  ρ. μεταβ. και αμετάβ. αόρ. λιγούργιασα 1) νιώθω αηδία από υπερβολικό φαγητό: έφαγα έφαγα κι λιγούργιασα τώραεά 2) αισθάνομαι ανακατοσούρα από κάποιο φαγητό με έντονη γεύση (ιδίως πολύ γλυκό): μι λιγούργιασι η γαλατόπτα, ήταν πουλύ γλυκαντζούρκην
λιζγάρι  του  και λισγκάρι  ουδ. ουσ. το λισγάρι· σκαπτικό εργαλείο κήπου που έχει τη μορφή κοφτερού φτυαριού
λιμαρεά  η θηλ. ουσ.  η λαιμαριά· λωρίδα δέρματος, την οποία περνούν σαν κολλάρο γύρω απ’ το λαιμό του ζώου, ιδίως του αλόγου· είναι απαραίτητο για να σύρει το κάρο ή το αλέτρι
λιμπά  τα ουδ. ουσ. τα αρχίδια, τα αμελέτητα, (για ζώα), κυρίως, αλλά και για ανθρώπους
λιμπίζουμι  ρ. αόρ. λιμπίσκα 1) λιγουρεύομαι κάποιο φαγητό 2) ποθώ κάποιον ερωτικά: ούλου τς μικρές λιμπίζιτι – τι τουν λιμπίσκι τέτχοιους απού ’νι; (που είναι)
λιόκια  τα ουδ. ουσ.  οι όρχεις, τα λιμπά (βλ. λ.): στα λιόκια μ’ ιμένα άμα ισύ λες τέτχοια – μεταφ. για άνθρωπο που θέλουμε να τον περιφρονήσουμε ή να τον βρίσουμε: μιλάν οι άλλοι, μιλάν κι αυτά τα λιόκια 
λιπιτσίνα  η θηλ. ουσ. κομμάτι κρέατος για μαγείρεμα, το οποίο δεν είναι ψαχνό, αλλά λεπτό με νευρώδεις ίνες
λισβός  επίθ. η λισβός η λισβεά του λισβό· λεπτός, αδύνατος, ισχνός
λισιά  η θηλ. ουσ. πρόχειρη πλεχτή κατασκευή από ευλύγιστες βέργες δέντρου· άμα πλέκεται σε σχήμα κοφινιού με στενό στόμιο, χρησιμοποιείται για ψάρεμα· άμα έχει επίπεδο σχήμα, χρησιμοποιείται για μικρό, πρόχειρο κρεμαστό γεφυράκι σε φλέβα ή μικρό ποταμάκι· λισιά λέμε και μια πόρτα μαντριού ή και αυλόπορτα, φτιαγμένη με τον ίδιο τρόπο
λιφτουκάρι  του ουδ. ουσ. το λεφτοκάρι, ο καρπός της λεφτοκαριάς, το φουντούκι
λιχνάω  ρ. και λιχνίζου· λιχνίζω· η γνωστή διεργασία καθαρισμού των καρπών των φυτών
λιχουσεύου  ρ. αμετάβ. αόρ. λιχούσιψα· είμαι λεχούσα, λεχώνα (για γυναίκα)
λιχουσιά  η θηλ. ουσ. η λεχωνιά, η λοχεία, η χρονική περίοδος των σαράντα ημερών μετά τον τοκετό, και η κατάσταση στην οποία βρίσκεται η λεχώνα κατά την περίοδο αυτή
λιχουσιάρκου  του ουδ. ουσ. το ασαράντιστο νεογέννητο βρέφος
λιχρίτς  η αρσ. ουσ. πληθ. οι λιχρίτις και οι λιχρίτδις· ο λεχρίτης· άνθρωπος τιποτένιος, παλιάνθρωπος
λόγγους  η αρσ. ουσ. πυκνό δάσος από θάμνους και δέντρα: πάμι στου λόγγου για ξύλα, μωρή Λένη μ’, κι για χλουρό κλαρί (δημοτ. χορευτ. τραγ.)
λόεα  τα ουδ. ουσ. τα λόγια· στη φράση τουν έβαλαν στα λόεα ότι τάχαμ’ η γναίκα τ’πααίνει  μ’άλλουν (συκοφάντησαν)
λόζιου  του ουδ. ουσ. ζεστός χώρος, φωλιά, μεριά, όπου κοιμάται το γουρούνι· γίνεται σε στεγνό μέρος με ξερά άχυρα
λόιδου  του ουδ. ουσ. τούφα μαλλιών του ανθρώπου ή και των ζώων: αν σεαρπάξου απ’ τα μαλλιά σ’, δε θα σεαφήσου λόιδου για λόιδου στου κιφάλι σ’ – ούτι λόιδου μαλλί δεν έγνισι αυτήν, τι ανάγκη  έχει , άλλοι  τς τα φκιάνουν (για γυναίκα πλούσια ή τεμπέλα)
λουβίδι  του ουδ. ουσ. στη φράση ένα λουβίδι σκόρδου (ένα ποδαράκι, μια σκελίδα)
λουβουδγιά  η θηλ. ουσ. είδος λαχανικού που χρησιμοποιείται στη λαχανόπιτα
λούγκα  η θηλ. ουσ. αδένας, συνήθως με απόστημα, που εμφανίζεται στην παιδική ηλικία στη μασχάλη κυρίως ή στο εσωτερικό μέρος των ποδιών, εκεί όπου αυτά ενώνονται με τη λεκάνη, στα σκέλη, δημιουργώντας οξύ πόνο· παλιά, για να φύγει, την εξόρκιζαν με το ξόρκι: λούγκα, δρούγκα πάει  στην πόλη, δρούγκα γύρσι, λούγκα έκατσι στην πόλη (τό’λεγαν τρεις φορές και «περνούσε»!)
λουγκατζάργια  τα ουδ. ουσ.  ομάδα 10-15 νέων μεταμφιεσμένων με παλιόρουχα και με αρμαθιές κουδούνια ζωσμένα στη μέση· γύριζαν στο χωριό από σπίτι σε σπίτι των Φώτων και τα Γιαννιού για να διώξουν τους καλλικάτζαρους. Στην ομάδα αυτή γίνονταν και πρόχειρα δρώμενα, με  απαραίτητους  τους ρόλους νύφης και γαμπρού
λουεάζου ρ. μεταβ. και αμετάβ. παρατ. λόεαζα αόρ. λόεασα 1) σκέφτομαι, σχεδιάζω: λουεάζου να πάω  στου παζάρι  ταχειά  Διφτέρα 2) λογαριάζω, υπολογίζω λόεαζάμαν να τα βγάλουμι πέρα στου γάμου, αλλά τα έξουδα ήταν πλειότιρα 3)  βλέπω, θεωρώ: πέρασι απού μπρουστά μ’, αλλά ντιπ δεν τουν λόεασα
λουεός  η επίθ. λουεός  λουεά  λουεό· συνήθως το χρησιμοποιούμε με την ερωτηματική αντωνυμία τι ως  τι λουεός  (βλ. λέξη) στη φράση λουεών λουεών κόσμους (λογής λογής)
λουήν του λουήν  φρ. για να δείξουμε μεγάλη ποικιλία: στου παζάρι στα Τρίκαλα τη Δευτέρα βρισκς κι γλεπς πράγματα λουήν του λουήν

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

επικοινωνιστε μαζι μας