Και όπως λέει και ο ίδιος ο συγγραφέας «Η εργασία αυτή, αποτελεί κυρίως, βιωματική εμπειρία από την επικοινωνία με τους κατοίκους του χωριού μου. Γι’ αυτό φρόντισα να το καταγράψω αυθεντικό, έτσι όπως το άντλησα από τις ανεξάντλητες πηγές των παππούδων και γιαγιάδων, γέρων και γριών, όλων, μικρών και μεγάλων…»
απόζιρβα επίρρ. 1) παράμερα, απόμερα, ανάμερα, ανήλιαγα: τι χαλεύτι κι έκατσάταν ιδώ στ’απόζιρβα; – δεν απιρνάЙ (περνάω) ντιπ απού κει, μ’έρχιτι λίγου απόζιρβα
απόκουμμα του ουδ. ουσ. το απόκομμα, κυρίως για αρνιά του γάλακτος, ο απογαλακτισμός
απόλτση η θηλ. ουσ. η απόλυση, η λήξη της λειτουργίας στην εκκλησία: μι την απόλτση τς νηκκλησЅάς τα Χριστούγιννα ίσЅα έτρουγάμαν τη σούπα μι τη γκότα
απόμιρους επίθ. η απόμιρους η απόμιρην τ’άπόμιρου• απόμερος 1) απόμακρος, απόκεντρος: του σπίτι τ’ είνЅ απόμιρου στου χουργЅό 2) παραμελημένος: ντιπ απόμιρουν τουν έχουν τουν καЄ μένουν, δε γκουτάЕ ντιπ να κρίνЕ (να μιλήσει)
απόπαρμα του ουδ. ουσ. το μάλωμα, το κατσάδιασμα, το να αποπαίρνεις κάποιον: δε γκουτάЙ (κοτάω) να μιλήσου λίγου, ούλου απόπαρμα είνι
απόπουτους η αρσ. ουσ. ο απόπατος αποχωρητήριο, καμπινές• πληθ. τα απουπότχЅα: τότι τ’απουπότχЅα ήταν ντιπ όξου• δε γκουτούσις να κλάЕς (κλάσεις), σεάκουγαν ούλЖ, αλλά καλά δεν ήμασταν τότι;
απόρμα του ουδ. ουσ. το απόρριγμα 1) η αποβολή εμβρύου, το έμβρυο της αποβολής 2) μεταφ. λέγεται για κοντό, αδύνατο και κακομούτσουνο άνθρωπο: ε, μας κάνЕ κι τουν άντρα, πχЖος ξέρЕ τι απόρμα είνι
απόσταμα του ουδ. ουσ. και αποσταμός (από ρ. αποσταίνω)• κούραση: λέЕ λέЕ κЅ απουσταμό δεν έχЕ
απουδώεα επίρρ. από δω δα ακριβώς
απουθαρρός η αρσ. ουσ. απαγοήτευση: πήρι τουν απουθαρρό τ’ κι δεν ξανανάφιρι πουτέ γι’αυτό
απουκάνου ρ. μεταβ. και αμετάβ. αόρ. απόκανα• κουράζομαι: μεαπόκανι η θέρους χτες• είδα κι απόκανα μέχρι να τελЕώσου
γκουρλίτσα η θηλ. ουσ. ασθένεια του λάρυγγα των γουρουνιών• λέγεται και για τον άνθρωπο: τουν έπχЅασι γκουρλίτσα (επίμονος και ξερός βήχας) – γκουρλίτσα κακЅά να σι μάσЕ (σε κατάρα)
γκουρλουμάτς επίθ. η γκουρλουμάτς η γκουρλουμάτα του γκουρλουμάτЅκου• ο γουρλομάτης
γκουρλώνου ρ. μεταβ. αόρ. γκούρλουσα μέσ. γκουρλώνουμι αόρ. γκουρλώτχα μετοχ. γκουρλουμένους γουρλώνω, ανοίγω διάπλατα τα μάτια• μεταφ. στις φράσεις τα γκούρλουσι για τα καλά τα μάτχЅα τ’(πέθανε) – του γκούρλουσι του πουρτουφόλЅ (το έκλεψε) – αν σι πχЅάσου, θα σι γκουρλώσου (θα σε χτυπήσω πολύ) – λε λε γκούρλουμα απ’ θέλЕ ! – τι θα γίνЕ , θα του γκουρλώσουμι του κουνέλЅ ; (θα κάνουμε ερωτική πράξη;) – δεν έχου λιφτά (χρήματα) τώρα, είμι ντιπ, γκουρλουμένους (καταχρεωμένος), παρέκει άμα ξιγκουρλουθού, θα στα δώσου
γκούρμπινου του ουδ. ουσ. φυτό είδους κληματσίδας που φύεται στις φλέβες και στα ποτάμια
γκουρτσεά η θηλ. ουσ. η αγριαχλαδιά
γκουσουμανάου ρ. αόρ. γκουσουμάντσα• δυσφορώ, αναπνέω με δυσκολία: γκουσουμάντσα μέχρι να του φέρου τόσου βάρους – έφαγι έναν πιρίδρουμου κι μιτά γκουσουμανούσι ουσ. του γκουσουμάνЄμα
γκουτζιάμ ως άκλιτο επίθ. κοτζάμ τόσο μεγάλος: γκουτζЅάμ πιδί γίνκι κЅόλα του κούτσЅκου – γκουτζЅάμ άντρας κι κάνЕ χαζαμάρις ακόμα
καλκάνας η αρσ. ουσ. λέγεται για κάποιον που έχει παχύ, χοντρό σβέρκο
καλότχια η θηλ. ουσ. πληθ. οι καλότχις• κακό πνεύμα, ξωτικό, νεράιδα• τα πνεύματα αυτά τα έλεγαν καλότ(υ)χες κατ’ ευφημισμό (για καλόπιασμα). Οι άνθρωποι της υπαίθρου τις φαντάζονταν πολύ όμορφες, με ξανθά μαλλιά, ασπροντυμένες και καλοχτενισμένες. Περιπλανιόνταν κοντά σε ποτάμια, βρύσες, πηγάδια, κοντά σε αλώνια και σε τόπους με πολλά δέντρα• εκεί κυκλοφορούσαν τις νύχτες, χορεύοντας και τραγουδώντας εξαίσια. Σε αυτές αποδίδονταν ασθένειες και παθήματα ανθρώπων
καλουπίχιρα επίρρ. καλοπίχερα• εύκολα: λύθκι του βόδЅ κι έφυγι, του πχЅάντς καλουπίχιρα τώρα; – αμ, καλά τα λες, αλλά τουν καντς ζάπЅ καλουπίχιρα αυτόν;
καλουπουρεύου ρ. αμετάβ. αόρ. καλουπόριψα• καλοπορεύω• περνώ, ζω καλά: αμ, μην τουν κλαις αυτόν, ούλου φαΐ κι κατσЅό είνι, καλουπουρεύЕ νЅα χαρά
καλτσάτους επίθ. η καλτσάτους η καλτσάτην του καλτσάτου• στις φράσεις κότα καλτσάτην (κότα που έχει φτερά και στα πόδια) – όρνЅου καλτσάτου (υβριστικά και ειρωνικά για άνθρωπο ηλίθιο, βλάκα)
κάλφας και γκάλφας η αρσ. ουσ. μαθητευόμενος, τσιράκι, δουλευτής με ρόγα: τουν έχЕ κάλφα στη δλЕα τ’ – τουν ρόЅασι για κάλφα στα πρόβατά τ’ – στη φράση αμ είνι μάστουρας, δεν είνι γκάλφας (για κόποιον που είναι έξυπνος, δεν τον πιάνεις εύκολα τσιράκι, κορόιδο)
μπουστάνι του ουδ. ουσ. χωράφι όπου καλλιεργούνται λαχανικά, πεπόνια, καρπούζια, κολοκύθια
μπούτσικα τα ουδ. ουσ. ράτσα προβάτων
μπούχαβους επίθ. η μπούχαβους η μπούχαβην του μπούχαβου 1) για χώμα σαθρό, αφράτο 2) μεταφ. για πρόσωπο αυτός που δεν έχει ζωντάνια, ο ασθενικός
μπουχαρής η αρσ. ουσ. το τζάκι, η καπνοδόχος του: μαζεύουμάσταν ούλЄ η φαμπλЅά κουντά στου μπουχαρή να πυρουθούμι• πχЖος να πρωτοπυρουθεί;
μπουχτσιάς η αρσ. ουσ. πληθ. οι μπουχτσιάδις• συγγενείς και φίλοι της νύφης που μετά τα στέφανα την ακολουθούσαν στο σπίτι του γαμπρού• εκεί τους κερνούσαν και τους περιποιούνταν τιμητικά
μπράικους η αρσ. ουσ. ο γύφτος, ο τσιγγάνος
ρόγα η θηλ. ουσ. μισθός, πληρωμή σε τσομπάνο, κυρίως, ή σε όποιον δουλευτή• συνήθως η πληρωμή αυτή γινόταν σε είδος (σιτάρι, καλαμπόκι) και σε εξαμηνιαία βάση (από 23 Απριλίου, τ’ Αϊ Γιωργιού, ως τις 26 Οκτωβρίου, τ’ Αϊ Δημητριού)
ρόγγια τα θηλ. ουσ. δασώδης ή θαμνώδης έκταση, η οποία ρογγίστηκε, δηλ. εκχερσώθηκε, και έγινε κατάλληλη για καλλιέργεια ή βοσκή
ρόζους η αρσ. ουσ. πληθ. οι ρόζЖ και τα ρόζЅα• ο ρόζος 1) εξογκώματα σε κλαδιά ή κορμούς δέντρων και θάμνων: αν σ’αρχίσου μι κανένα κρανίσЅου ματσούκЅ, που να έχЕ κι ρόζЅα, θα ιδείς! 2) προεξοχές στο δέρμα της παλάμης ή του πέλματος του ποδιού: έχου κάτЅ ρόζЅα στα πουδάργЅα μ’, μι πέθαναν
ρόκα η θηλ. ουσ. 1) λεπτό ραβδί, συνήθως σε σχήμα Ψ πάνω στο οποίο έδεναναν την τλούπα για να γνέσουν το μαλλί της: έγνισα πέντι ρόκις μαλλί σήμιρα (πέντε τουλούπες) – το κέντημά’ νι γλέντισμα κЅ η ρόκα ’νι σιργЅάνι κι του τσικρίκЅ κЅ Є αργαλЕός είνι σκλαβιά μιγάλη 2) ο καρπός του καλαμποκιού, ο αραποσιτόκωνος: έχουμι ρόκις να ξιφλουδίσουμι απόψι – έχουμι ρόκις βραστές, ελάτι απόψι να φάμι 3) λέγονταν και στην περίπτωση που κάποιος είχε ίσιο το πόδι ή το χέρι από πόνο ή από ράγισμα: πιρπατούσι μι ρόκα του πουδάρЅ
ρούγα η θηλ. ουσ. η αυλή του σπιτιού• στα παλιά τα σπίτια ήταν ξέφραγη και χωμάτινη (σπάνια είχε χορτάρια, «γκαζόν»)• έτσι το χειμώνα λάσπωνε και το καλοκαίρι γέμιζε κουρνιαχτό, γι’αυτό την κατάβρεχαν πρώτα και μετά τη φουκαλούσαν (βλ. λ. φουκαλάЙ): νοικουριμένου σπίτЅ• ασβιστουμένου, παλαμЅσμένου, μι τη ρούγα καταβριγμένЄ κι φουκαλτζμένЄ
ρουγγίζου ρ. μεταβ. αόρ. ρόγξα• εκχερσώνω δασώδη ή θαμνώδη έκταση για να χρησιμοποιηθεί για καλλιέργεια ή για βοσκή
ρουγκάτσια τα ουδ. ουσ. και ρουγκατζЅάργЅα βλ. λ. λουγκατζάργЅα
ρουγκάτσικου του ουδ. ουσ. λέγεται για αρσ. ζώο (κυρίως ταύρο), το οποίο μουνούχισαν ή τσЅουκάνισαν (βλ. λ. τσЅουκανάЙ ), για να το κάνουν στείρο, ανίκανο για αναπαραγωγή
ρουδάνι του ουδ. ουσ. το ροδάνι• στη φράση ρουδάνЅ η γλώσσα τ’ (μιλάει ασταμάτητα και γρήγορα όπως δουλεύει το ροδάνι = εξάρτημα της ανέμης)
σκαργιάτς η αρσ. ουσ. 1) αγγελιοφόρος ευχάριστων ειδήσεων, αυτός που φέρνει συχαρίκια: πήγι σκαργЅάτς στην Κώτσινα για του γιο τς που γύρζι απ’ του στρατό 2) μπράτιμος, βλάμης του γαμπρού που φτάνει καβαλάρης σε άλογο στο σπίτι της νύφης, για να αναγγείλει ότι έρχεται ο γαμπρός με όλη τη συνοδεία του να την πάρουν για τα στέφανα
σκαρίκι του ουδ. ουσ. πληθ. τα σκαρίκЅα• τα συχαρίκια
σκάρους η αρσ. ουσ. 1) η έξοδος του κοπαδιού από τα μαντρί για βοσκή 2) συνεκδοχ. η ώρα, το χρονικό σημείο, κατά το οποίο γίνονταν ο σκάρος και με το οποίο προσδιόριζαν τις δουλειές τους οι χωρικοί: μι τουν προυινόν τουν σκάρου κινούσαμαν για τς δλες μας
σκαρπίνι του ουδ. ουσ. δερμάτινο δετό ανδρικό παπούτσι
σκάρφЄ η ουσ. ως επίρρ. για πολύ αρμυρό φαΐ: πόσου αλάτЅ έρξις κι τό’κανις σκάρφЄ του φαΐ ;
σκιαζούρς επίθ. η σκЅαζούρς η σκЅαζούρα του σκЅαζούρκου• ο φοβητσιάρης, ο δειλός
σκιάθι του ουδ. ουσ. το σκιάδι 1) πλατύγυρο καπέλο που το φορούν για ήσκιο κυρίως οι αγρότες 2) στη φράση ούτι μύγα στου σκЅάθι τ’ (για άνθρωπο μυγιάγγιχτο ή για άνθρωπο κομψό και καθαρό)
τσιρέκι του ουδ. ουσ. ξυλοδαρμός: έφαγι ένα γιρό τσιρέκЅ, θα του θυμάτι σ’ούλЄ τη ζουή τ’
τσιρένι του ουδ. ουσ. πληθ. τα τσιρένЅα• δεμάτι από ξεραμένα χόρτα για σανό ζώων
τσιρέπχια τα ουδ. ουσ. μάλλινες κάλτσες πλεγμένες στο χέρι με βέργες (βελόνες)• ήταν μακριές ως το γόνατο, όπου δένονταν με το τσιριπόσκνου ή με λαστιχένιες καλτσοδέτες
τσιρικιάζου ρ. αόρ. τσιρέκЅασα• χτυπώ, ξυλοδέρνω: άμα σι τσακώσου, στα χέργЅα μ’, θα σι τσιρικЅάσου γιρά
τσιρινιάζου ρ. αόρ. τσιρένЅασα• μαζεύω αποξεραμένο χόρτο σε τσιρένια (βλ. λ.)
τσιριπόβιργις θηλ. ουσ. μεταλλικές βέργες, βελόνες, με τις οποίες έπλεκαν τα τσιρέπχЅα
τσιριπόσκνου του ουδ. ουσ. σκοινί που έδεναν τα τσιρέπχια (βλ.λ.) ψηλά στο γόνατο, είδος καλτσοδέτας
τσίτα ως επίρρ. στις φράσ. μη μι πειράЕζ, είμι τσίτα τώραεά (έχω τεντωμένα νεύρα) – τό’ χει τσίτα του μαστάρЅ η γιλάδα (με σπαργωμένο, γεμάτο γάλα) – τσίτα η κώλους τς (μεστός, τεντωμένος) – τσίτα του παντιλόνЅ (εφαρμοστό)
τσιτσέκι του ουδ. ουσ. πληθ. τα τσιτσέκЅα• μικροκαμωμένος ανήλικος με συμπεριφορά όχι και τόσο καλή: άντι φύγι ’που δω, ρε τσιτσέκЅ – άμ κι συ, γκουτζЅάμ άντρας, μι τα τσιτσέκЅα καντς παρέα;
τσιτσί του ουδ. και τσιτσίκου• το κρέας στη νηπιακή γλώσσα: να, φάε λίγου τσιτσίκου
τσιτσίδι ως επίρρ. ολόγυμνα: τουν είδαν να κυκλουφουράЕ τσιτσίδЅ στου σπίτι τ’
τσιτώνου ρ. μεταβ. αόρ. τσίτουσα• τσιτώνουμι τσιτώτχα τσιτουμένους• 1) τεντώνω: μην του τσιτώντς άλλου, θα σκστει (σχιστεί) 2) μεταφ. συμβουλεύω, προτρέπω: τσίτουσέ τουν κι συ λίγου μπάκЅα διαβάσЕ 3) μέσ. εξάπτομαι, νευριάζω, σφίγγομαι: μην τσιτώνισι ντιπ μαναχά, γιατί δε σι σκЅάζουμι – μόλις τουν είπα έτσЅ, τσιτώτχι ένα ένα – μην τσιτώνισι, μη σι φύγЕ καμία… 4) στη φρ. την τσίτουσα για τα καλά (ενν. την κοιλιά μου, έφαγα πολύ)
τσιφλίκι του 1) πολύ μεγάλο αγρόκτημα, το οποίο ανήκε σε έναν ιδιοκτήτη και το καλλιεργούσαν κολλήγοι αγρότες έναντι συμφωνημένης αμοιβής σε χρήμα ή σε είδος 2) καθετί που κάποιος το θεωρεί αυθαίρετα ως δικό του: κι τι, τσιφλίκЅ θκο σ’ είνι αυτό; τι μας λες!
kolo mpravo heio
ΑπάντησηΔιαγραφή