Ο
ταξιτζής ήταν περίπου πενηντάρης, ηλιοκαμένος και ξερακιανός. Στρίβοντας στην
οδό Τροίας, μας έπιασε το φανάρι της Δροσοπούλου. Απέναντί μας, υπήρχαν
τεράστιες αφίσες του Σώτου Παναγόπουλου, αγαπημένου τραγουδιστή του Καραμανλή.
Βλέποντάς τες, ο οδηγός έγινε ξαφνικά ομιλητικότατος... «Τώρα αυτός εδώ τί
θέλει και τραγουδάει;» απευθύνθηκε στο Νίκο.
«Θα
έχει και αυτός το κοινό του» του απάντησε εκείνος, τη στιγμή που άνοιγε το
φανάρι.
«Τί
κοινό του, κύριε... Δεν ξέρω, μπορεί εσάς, που έχετε κάποια ηλικία, να σας
αρέσει, αλλά τί να πω... Πήγα στη συναυλία του Ξαρχάκου στον Λυκαβηττό και
τρελάθηκα..! Θα μου πεις, έχει συνεργάτες ο άνθρωπος. Έχει αυτόν τον Γκάτσο, σε
πάει από ’δω, σε πάει από ’κει, κάθε τραγούδι κι ένας ολόκληρος κόσμος,
αλλιώτικος! Εσείς έχετε ακούσει κανένα τραγούδι του Γκάτσου;»
«Κάτι
έχουμε ακούσει κ εμείς», του απάντησε ο Γκάτσος. «Θα μου πεις, είναι μεγάλος
ποιητής ο άνθρωπος», μονολόγησε ο ταξιτζής. «Σας παρακαλώ, κύριε, μετά τη
Δωδεκανήσου να σταματήσουμε» του λέει ο Γκάτσος. «Τί σας οφείλω;» «Τριάντα
δραχμές». «Ορίστε πενήντα. Δε θέλω ρέστα», είπε ο Νίκος και βιάστηκε να κατεβεί
αφού καθόταν προς τη δεξιά πόρτα. Μετακινούμενη κ εγώ προς τα δεξιά, ρώτησα τον
οδηγό: «Και τώρα, κύριε, θέλετε να μάθετε ποιος είναι ο Γκάτσος;» «Ποιος είναι;»
ρώτησε εκείνος με αμηχανία.
«Ο
κύριος!» του απάντησα, δείχνοντάς του τον Νίκο. «Ο κύριος...» ψέλλισε σε πλήρη
αμηχανία κι έστρεψε το πρόσωπό του, σαν να τον ρωτούσε με τα μάτια. Ο Νίκος έγνευσε
καταφατικά, με χαμόγελο. «Τα σέβη μου, κύριε. Συμπαθάτε με αν είπα κάτι που δεν
έπρεπε.»
ΑΠΟ
ΤΗΝ ΑΓΑΘΗ ΔΗΜΗΤΡΟΥΚΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου