Ήμουν
δεν ήμουν δεκατριών χρονών τότε και νόμιζα πως ήμουν ο άρχοντας του κόσμου και πως όλοι γύρω μου υπήρχαν για να με
υπηρετούν και να με φροντίζουν, να μου κάνουν όλα τα χατίρια και να μ’ έχουν
σαν πρίγκιπα.
Οι
διακοπές στο χωριό του πατέρα μου, το Βαλτινό, θυμάμαι κρατούσαν σχεδόν
όλο το καλοκαίρι. Με το που έκλειναν τα σχολεία, δηλαδή κάπου τον Ιούνιο, έφτανα στο χωριό για διακοπές και επέστρεφα στην πόλη με βαριά καρδιά το Σεπτέμβρη, αχόρταγος από παιχνίδι, κατράμι μαύρος από τον ήλιο και με σακατεμένα τα γόνατα απ’ τη
μπάλα.
Η γιαγιά μου,
η μάνα του πατέρα μου, με περίμενε πως και πως κάθε χρόνο, να με χαρεί, να με
περιποιηθεί, να με ντύσει, να με ταΐσει και να με κοιμίσει. Ο παππούς μου ήταν
πάντα έτοιμος να μου μάθει τις αγροτικές ασχολίες, που ποτέ όμως δεν κατάφερα
να μάθω, μου διηγιόταν διάφορες ιστορίες και προσπαθούσε να με νουθετήσει στους
ηθικούς κανόνες.
Έτσι για
μένα οι διακοπές του θέρους στο χωριό ήταν κάτι παραπάνω από
διασκέδαση, κάτι εντελώς προσωπικό, γεμάτο από πηγές χαράς, γνώσεων και εμπειριών.
Κάθε
χειμώνα, στην πόλη που ζούσα, ένοιωθα σίγουρος ότι είχα αποκτήσει αρκετή γνώση
και νόμιζα ότι θα κατατρόπωνα στην «μαγκιά», όλους τους θερινούς
μου φίλους στο χωριό. Έτσι πάντα το έπαιζα «μούρη» και «ιστορία» στους
φίλους μου στο χωριό, μα κάθε φορά αποδεικνυόταν πως ήμουν εντελώς αμαθής και
φλώρος μπροστά τους.
Και
βέβαια, όσο κι αν ακούγεται παράξενο, στο χωριό ήταν που βίωσα για πρώτη φορά τι
σημαίνει χαρά, πόνος, ζωή και θάνατος.
Θυμάμαι
τις ατέλειωτες βόλτες με τα ποδήλατα που δεν είχανε ποτέ φρένα κι έπρεπε να
τρώμε τις σόλες των παπουτσιών μας, σφηνωμένα στο πίσω λάστιχο για να σταματάμε
και να μην πέφτουμε πάνω στις γριές και στους γέρους, που κατατρομαγμένοι μας
απειλούσαν με τις μαγκούρες και τις βίτσες γιατί τους χαλούσαμε τη θερινή τους ραστώνη.
Μετά
ήταν η καθιερωμένη, σχεδόν καθημερινή, μπάλα με τα άλλα παιδιά του χωριού. Μαζευόμασταν
στο προαύλιο του σχολείου και νυχτώναμε παίζοντας ποδόσφαιρο, μέχρι να φανεί ο
παππούς με το ποδήλατο και να με μαζέψει για το σπίτι. Τα γόνατα και
τα χέρια ήταν μονίμως ματωμένα από τις πτώσεις στο έδαφος, αλλά δεν μ’ ένοιαζε καθόλου. Το αντριλίκι τα είχε αυτά, καθώς η εφηβεία ήταν προ των πυλών.
Τα
πρώτα μου τσιγάρα τα κάπνισα εκεί, τα οποία προμηθευόμασταν κρυφά από το
περίπτερο που βρίσκονταν στο κέντρο του χωριού.
Και
μετά ήρθαν τα κορίτσια… εμείς δεν είχαμε ούτε τολμηρά αγγίγματα ούτε
φιλιά, τίποτα τέτοιο σε κείνη την ηλικία, ήμασταν όλοι φαινομενικά αλάνια αλλά
στην ουσία ήμασταν κάτι άβγαλτα πουλάκια, αθώα και ξεπουπουλιασμένα κι όταν
βλέπαμε ένα κορίτσι που μας άρεσε τότε γινόμασταν κόκκινοι σαν παντζάρια, η
γλώσσα διπλωνόταν μέσα στον οισοφάγο κόμπος και το στομάχι γέμιζε πεταλούδες.
Αμέτρητες
οι «χυλόπιτες» που τρώγαμε κάθε εφηβικό θέρος, αλλά ήτανε τόσο γλυκές όλες,
μία προς μία οι άτιμες, που τέτοια γεύση δεν ξανά ένοιωσα ούτε όταν
μεταγενέστερα μεγάλος πια, κατακτούσα μία κοπέλα και ένοιωθα κυρίαρχος στη
σχέση.
Σήμερα
δυστυχώς μας έχει ρουφήξει για τα καλά η ρουτίνα και η άχαρη ζωή της πόλης, με
όλα τα προβλήματα και τα άγχη της καθημερινότητας και δεν αποφασίζουμε, όχι να
πάμε στο χωριό αλλά ούτε καν να αναπολήσουμε τα ωραία χρόνια της ζωής μας σ’
αυτό.
Φέτος,
ήδη ημερολογιακά τουλάχιστον, φτάσαμε στο τέλος του καλοκαιριού και διαπίστωσα
με λύπη πως ένας χρόνος ακόμα έφυγε ανεπιστρεπτί. Ένοιωσα λοιπόν την ανάγκη να
γράψω και να μοιραστώ με όλους τους συγχωριανούς μου αυτές τις λίγες σκέψεις, τις
μνήμες και τις εμπειρίες μου που είχα από το χωριό και που σημάδεψαν τη ζωή
μου.
Όμως του χρόνου τον Ιούλιο το ’χω υποσχεθεί στον εαυτό μου να ξαναέρθω στο χωριό, να κάνω ένα γύρο στα παλιά λημέρια μου, που ως εκ θαύματος έχουν μείνει σχεδόν τα ίδια, αν εξαιρέσεις τη γιαγιά και τον παππού που συγχωρέθηκαν και τα ποδήλατα που σκούριασαν μέσα στην υγρή δίνη του χρόνου.
Ένας
Βαλτσινιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου