Η
νυχτερινή βροχή σταμάτησε και ο ήλιος, σκάζοντας πάνω από τις βρεγμένες λεύκες
και τα πλινθόκτιστα σπίτια, αποκάλυψε το φτωχικό χωριό με αμφίδρομες
αντανακλάσεις. Τα νερά πλημμύρισαν τους λασπωμένους δρόμους και τις παρακείμενες
γράνες, προσφέροντας πεδίο χαράς σε πάπιες και χήνες. Μικρές λίμνες εδώ κι εκεί
φωτίζουν το πρωινό τοπίο κι εμείς μικρά παιδιά ξεχυνόμαστε κατά ομάδες στις
αλάνες για να δρέψουμε τη χαρά του αυτοσχέδιου υπαίθριου παιχνιδιού. Νιώθω
ακόμα τη λάσπη να εισχωρεί ανάμεσα στα δάχτυλα των ξυπόλητων ποδιών μου και
ανατριχιάζω. Ταυτόχρονα σκέφτομαι: «μα πώς καταφέραμε και μεγαλώσαμε, πώς
μείναμε ζωντανοί με τόσες κακουχίες, πώς δεν αρρωστήσαμε και δεν πεθάναμε;»
Τελικά αυτά είναι λίγα από τα μόνα θαύματα που γέμισαν και νοηματοδότησαν στη
συνέχεια τη ζωή μας.
Του
Ηλία Κεφάλα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου