Του Ευαγγέλου Στάθη
Φιλολόγου
Συνεχίζοντας την παρουσίαση
μέρους από το λεκτικό – γλωσσολαογραφικό υλικό που αφορά τον τόπο μας, και το
οποίο έχει καταγραφεί στο βιβλίο μου με τίτλο: «Γλωσσάρι ιδιώματος Δυτικής
Θεσσαλίας και ευρύτερης περιοχής αυτής», γίνεται μια επιλογή λέξεων που
αρχίζουν από το γράμμα (X) και παρουσιάζονται παρακάτω με αλφαβητική σειρά:
χαβαλές η αρσ. ουσ.
πληθ. οι χαβαλέδις 1) ο
επιστάτης του τσιφλικά στα τσιφλίκια του θεσσαλικού κάμπου· ήταν πολύ αυστηρός
και φορτικός: 2) μεταφ. στη φράση αμ, δε θα σι βάλου κι χαβαλέ στου κιφάλι μ’ (λέγεται με οργή και αγανάκτηση)
χαβάνι του ουδ. ουσ.
μπρούτζινο γουδί
χαβάς η αρσ.
ουσ. 1) ο μελωδικός σκοπός του τραγουδιού: τα
όργανα (οι οργανοπαίκτες) τουν
άλλαξαν του χαβά 2) καιρός, αλλαγή
καιρού: άλλαξι η χαβάς σήμιρα 3) ενδιαφέρουσα διασκέδαση: πάμι κι μεις να δούμι; έχει πουλύ χαβά λεν 4) επίμονη και πεισματώδης
συμπεριφορά κάποιου: τουν είπαμαν τουν
ξαναείπαμαν, τίπουτι αυτός, του χαβά τ’
χάβδα επίρρ. αργή και ανάργια περπατησιά με ανοιχτά
τα σκέλη, όπως το γράμμα Λ· είναι άσχημη
και αντιαισθητική η περπατησιά αυτή: πώς
πιρπατάει έτσι, χάβδα
χάβδα!
χαβδώνου ρ. μεταβ. και αμετ. παρατ. χάβδουνα, αόρ.
χάβδουσα· στέκομαι χάβδα, με ανοιχτά τα σκέλη: παλιά οι γναίκις του χουργιού που δε φουρούσαν βρακί χάβδουναν κι
κατουρούσαν ουλόρθα
χάβου ρ.
χάφτω
χαζάδι του ουδ. ουσ.
εντελώς χαζός, ανόητος: μαζεύκαν
ούλα τα χαζάδγια ιδώ, κι πού να συνουηθού μαζί τα!
χάζι του ουδ. ουσ.
το να ευχαριστιέται κανείς κοιτάζοντας ασήμαντα πράγματα: πιρνάει
η αρκουδιάρς μι την αρκούδα· πάμι κι μεις να κάνουμι χάζι; 2) το να χασομεράς με πράγματα ασήμαντα: πιρνάει ούλη τη μέρα κάνουντα χάζι μι τα το ’να κι μι τ’ άλλου
χαζουλουιώμι ρ. αόρ. χαζουλουήτχα 1) περνώ τον καιρό μου
χαζεύοντας και λέγοντας κουβέντες
ανούσιες 2) προσπαθώ να προκαλέσω
ερωτικό ενδιαφέρον (με χιούμορ κυρίως):
να την η Μαρία, έξυπνη που ήταν· χαζουλουιόνταν
χαζουντάμαρου
του ουδ. ουσ. το χαζοντάμαρο· αυτός που
είναι από χαζό νταμάρι, χαζό σόι: του παλιουχαζουντάμαρου
τ’ κεαρατά χαζουντάμαρου, απ’ θέλει να του πάρουμι κι νύφη στου πιδί μας κιόλας;
χαζούτσικους επιθ. η χαζούτσικους η χαζούτσικην του χαζούτσικου·
ο χαζούτσικος 2) χαϊδευτικά για μικρό παιδί που δεν ξέρει ή δεν καταλαβαίνει τι
κάνει: είνι χαζούτσικου, μαρ’, του
καημένου μ’
χαζουφέρου η
θηλ. ουσ. λέγεται για γυναίκα που
χαζουφέρνει, που συμπεριφέρεται με πολλή ελαφρότητα και επιπολαιότητα: άσ’ την, μωρέ, τη χαζουφέρου, πχοιος τη δίνει σημασία;
χαζουφέρου ρ. αμετάβ.
παρατ. χαζούφιρνα, αόρ. χαζούφιρα 1) χαζοφέρνω: έτσι που χαζουφέρει αυτός σιγά
μην τουν πάρει καμία (τον
παντρευτεί) 2) χάνω άσκοπα τον καιρό μου: χαζούφιρνι χαζούφιρνι στα νιάτα τ’ κι τώρα
πού να βρει δλεια;
χαϊάτι του
ουδ. ουσ. το χαγιάτι· υπόστεγο,
ανοιχτό στέγαστρο εξωτερικού παραδοσιακού σπιτιού (κυρίως δίπατου): μαζεύκαν στου χαϊάτι οι κότις να στριχιάσουν απ’ τη βρουχή –
άπλουσα στου χαϊάτι τα ρούχα μη βραχούν
χαϊβάνι του ουδ. ουσ.
1) το ζώο (το ήμερο και άκακο κυρίως): αχ, του χαϊβάνι μ’, πώς βιλάζει
κι κλουτσάει τα πουδαράκια τ’ (για το αρνάκι που το σφάζουν το
Πάσχα) – ξέζιψ’ τα λίγου τα χαϊβάνια να
ξεαπουστάσουν (για καματερά που απόσταιναν στο ζυγό) 2) ο κουτός, ο αφελής: ήταν απού ήταν αυτήν, πήρι κι αυτό του χαϊβάνι τουν άντρα τς κι άντι να κάνουν χουργιό 3) για μικρό και αθώο παιδί: τι του μαλώντς του καημένου που έσπασι του
πχιάτου, τι ξέρει του χαϊβάνι – έλα
δω, χαϊβάνι μ’ ισύ, έλα δω, αρνάκι μ’
χαϊρι του ουδ. ουσ.
ευεργεσία, πρόοδος, προκοπή: του
γλέπου ντιπ μαραμένου του δέντρου που φύτιψα, δεν πιστεύου να κάνει χαϊρι (θα ξεραθεί) – α, π’ θα ιδείς χαΐρι απ’ τεαυτόν
τουν ανηπρόκουπουν
χαϊρλίτικους επίθ. η χαϊρλίτικους η χαϊρλίτικην
του χαϊρλίτικου· αυτός που κάνει χαΐρι, ο προκομένος: αγόρασις πρόβατα; άντι χαϊρλίτικα να είνι,
να σι ζήσουν
χάκι του ουδ. ουσ.
ικανοποίηση που παίρνω για κάτι, για το οποίο αδικήθηκα, παίρνω
εκδίκηση: καλά έπαθι κι τιμουρήθκι, του
πήρα του χάκι μ’ – δεν τουν παιρς εύκολα του χάκι αυτόν (για άνθρωπο που δε δίνει δικαίωμα
ούτε μπορείς να τον εκδικηθείς για κάτι)
χαλαλίζου ρ. μεταβ. αόρ. χαλάλτσα· κάνω κάτι χαλάλι,
θεωρώ ότι κάτι καλώς έγινε, άξιζε να γίνει έτσι, συγχωρώ: τα κλιψιμαίικα δεν τα χαλαλίζει
η θεος
χαλεύου ρ. μεταβ. παρατ. χάλιβα αόρ. χάλιψα 1) χαλεύω, ζητώ, ψάχνω, γυρεύω: πάω
στη γειτόντσα να χαλέψου λίγου αλεύρι
για ζύμωμα – αλλού του χάλιβα κι αλλού του βρήκα – κι συ πάλι, τι
χάλιβις ικεί απ’ δε σι σπέρνουν; – μι
χάλιψι να μι δει, μι πόνισι γλεπς 2) αποπειρώμαι, τολμώ: μι μίλτσι (μίλησε) άσκημα· χάλιψα να τουν που κι ’γω βαρές
κουβένιις, αλλά άντι λέω πάλι…3)
ζητιανεύω: έτσι πώς κατάντσι (κατάντησε), σι λίγου θα βγει τς δρόμοι να χαλέψει
χαλιάρς επίθ. η χαλιάρς η χαλιάρα του χαλιάρκου· αυτός που τον έχει πιάσει το χάλι, ο πολύ οργισμένος και θυμωμένος
χαλίπουμα του ουδ. ουσ.
σουρούπωμα, νύχτωμα, η ώρα που νυχτώνει
χαλιπώνει ρ. αμετ. στο γ΄εν. πρόσ. αόρ. χαλίπουσι· αρχίζει να σουρουπώνει,
να νυχτώνει: πω πω! χαλίπουσι όξου κι’γω δε μαέριψα ακόμα για δείπνου ( βραδινό
φαγητό) – μην έρχισι τώρα, έλα αργότιρα, χαλιπώνουντα(ς)
χαλκώματα τα ουδ. ουσ.
χάλκινα σκεύη μαγειρικής: ήρθι η καλατζής· να πάμι τα χαλκώματα να τα γανώσει
χάλπους η αρσ. ουσ. ο χάλπος· πληθ. οι χάλποι και τα
χάλπχια 1) έξι πάσσαλοι ύψους
χαμαλουδλειά η θηλ. ουσ.
η χαμαλοδουλειά· βαριά, σκληρή και άχαρη εργασία με χαμηλή αμοιβή
χαμούρα η θηλ. ουσ.
και αρσ. η χαμούρς· υβριστικά, για άνθρωπο ανήθικο, ανυπόληπτο
χαμούρι του ουδ. ουσ.
το ανακάτεμα κάποιας ύλης με νερό ή άλλο υγρό: χαμούρι απ’ του ζυμάρι – χαμούρι
τσιμέντου κ.λ.π.
χαμπλός επίθ. η χαμπλός η χαμπλεά
του χαμπλό· ο χαμηλός· επίρρ. χαμπλά· κοντά στο έδαφος: η νύφη
πιρπατάει καμαρουτεά κι τηράει χαμπλά χαμπλά.
χαντούμς η αρσ.
ουσ. ο ευνούχος· άντρας που είναι
ανίκανος για τεκνοποίηση, άντρας που του έχουν αφαιρέσει τους όρχεις
χαραή η θηλ. ουσ. η χαραυγή· υποκορ. χαραήτσα και χαραούλα
χαράμι επίρρ.
ανώφελα, μάταια: χαράμι του τρώει
του ψουμί η παλιουτιμπέλτς – στη φράση τουν δάντσα λιφτά κι δε μι τα γύρσι· χαράμι να τουν γένουν (για κατάρα) – του χαράμι
δε γένιτι πουτέ χαλάλι (παροιμ.)
χαρχάλι του
ουδ. ουσ. το λειρί του πετεινού ή
άλλου πτηνού. Όταν τα πτηνά είναι υγιή, γερά, τα χαρχάλια τους είναι κόκκινα,
όταν αρρωσταίνουν, μαυρίζουν, μελανιάζουν· από δω και οι λέξεις μαυροχαρχάλιασα,
μαυρουχαρχαλιασμένους
χασκάω ρ. παρατ. χασκούσα· χάσκω 1) στέκομαι με το
στόμα ανοιχτό από έκπληξη ή καθώς σκέφτομαι κάτι 2) χασκογελάω, χαχανίζω: η άλλους μιλούσι σουβαρά κι αυτός χασκούσι
χάσμαλα
τα ουδ. ουσ. τα δώρα για μικρά παιδιά,
τα καλούδια, ιδιαίτερα τα ζαχαρωτά (καραμέλλες, σταφίδες, στραγάλια κ.λ.π.) : τα φέρει
κάθι μέρα χάσμαλα τα πιδάκια τ’ η πατέρας τα
χασουμέρς η αρσ. ουσ. και θηλ. η χασουμέρου· ο
χασομέρης· αυτός που χασομεράει
χειρόβουλου του
ουδ. ουσ. και χερόβολο· ποσότητα
σταχυών ή άλλων χόρτων που μπορεί να κρατήσει στο ένα χέρι του ο θεριστής: κι ’γω κακό χειρόβουλου κι συ κακό διμάτι
(παροιμ.)
χειρόμπλου του ουδ. ουσ.
ο χε(ι)ρόμυλος· μικρός χειροκίνητος μύλος, με τον οποίο αλέθει κανείς
σπόρους (σιτάρι, καλαμπόκι) ή μικρούς καρπούς (π.χ. καφέ)
χλάπα χλούπα επίρρ.
λέγεται για τον τρόπο με τον οποίο τρώει κάποιος: μόλις τουν βαλτς του φαΐ μπρουστά τ’, του τρώει ούλου χλάπα χλούπα (λαίμαργα και γρήγορα)
χλαπακιάζου ρ.
μεταβ. αόρ. χλαπάκιασα· χλαπακιάζω· τρώω μεγάλες μπουκιές γρήγορα και λαίμαργα
χλιάρα η θηλ.
ουσ. η χουλιάρα 1) μεγάλη ξύλινη κουτάλα για το ανακάτεμα των
ρευστών, των αραιών κυρίως φαγητών
χλιάρας η αρσ.
ουσ. λέγεται για άνθρωπο ανόητο,
μπουνταλά: αυτός είνι ντιπ χλιάρας, τι
τουν ρουτάς (ρωτάς) – εμ, κι συ, ρε
χλιάρα, τουν άφσις κι σι μίλτσι έτσι; να, χαμένε!
χλιμπουνιάρς επίθ. η χλιμπουνιάρς η χλιμπουνЅάρα του
χλιμπουνιάρκου· ο χλεμπονιάρης, αυτός που έχει χρώμα κίτρινο σαν της χλεμπόνας
(πεπόνι παραγινωμένο με κίτρινο χρώμα)
χνέρι του ουδ. ουσ. το χουνέρι· το πάθημα, η
καζούρα: έπαθι ένα χνέρι απ’ θα του θυμάτι ούλη τη ζουή τ’
χουεάζου ρ. μεταβ. και αμετ. αόρ. χούεαξα· διώχνω
κάποιον με δυνατές φωνές, μαλώνω, φωνάζω δυνατά: χουεάζου τς κότις, χουεάζου τα πράματα (τα ζώα) να φύγουν – τι του χουεάειζ έτσι του καημένου
του πιδί, του λαχτάρσις – κφοι είμαστε κι χουεάειζ έτσι; μας πήρις τ’αυτχιά· ουσ. το χούεασμα
χουζμέτι του ουδ. ουσ. πληθ. τα χουζμέτχια·
μικροδουλειά, εξυπηρέτηση, θέλημα: τουν
πήρι σπίτι τ’ να τουν κάνει κανα χουζμέτι – τουν κάνει
ούλα τα χουζμέτχια, τέτχοιους καλός είνι
χουζμικιάρς η αρσ. ουσ. και θηλ. η χουζμικιάρα· ο
υπηρέτης, αυτός που κάνει χουζμέτια: σύρι
να πεις τη μάνα σου γαμπρό για να με κάνει, κι αν δε μι θέλει για γαμπρό, πες
της για χουζμικιάρη (από δημοτ. τραγ. της Θεσσαλίας)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου