Του
Ευαγγέλου Στάθη Φιλολόγου
Συνεχίζοντας
την παρουσίαση μέρους από το λεκτικό – γλωσσολαογραφικό υλικό που αφορά τον
τόπο μας, και το οποίο έχει καταγραφεί στο βιβλίο μου με τίτλο: «Γλωσσάρι
ιδιώματος Δυτικής Θεσσαλίας και ευρύτερης περιοχής αυτής», γίνεται μια επιλογή
λέξεων που αρχίζουν από το γράμμα Π και παρουσιάζονται παρακάτω με αλφαβητική
σειρά:
παγάδα η θηλ. ουσ. τόπος που δεν τον πιάνει ο αέρας,
απόγωνος: μαζεύκαν στην παγάδα τα πρόβατα
να απαγκειάσουν
παγαδγιάζου ρ. μεταβ. και αμετ. αόρ. παγάδγιασα μέσ. μετοχ. παγαδγιασμένους 1) για καιρό καλμάρω,
γαληνεύω: παγάδγιασι η κιρός όξου· του προυί ήταν ξιρουπαεά (ξεροπαγιά)
2) για πόνο: καταπραΰνω, μαλακώνω: παγάδγιασι λίγου η πονόδοντους, τουν παγάδγιασι
η ασπιρίνη ουσ. του παγάδγιασμα
παγανός επίθ. η παγανός η παγανιά του παγανό· για
άνθρωπο κοντός, λισβός κι μαυριδερός: τουν λεν κι όμορφουν κιόλας! εά…ένας παγανός
είνι, τι είνι λες
παΐδα η θηλ. ουσ.
πληθ. οι παΐδις· η παγίδα· παιδικό κυνηγητικό σύνεργο για τη σύλληψη
πουλιών: έστησα παΐδα για να πχιάσου πλια,
άλλα ήταν ψόφια άλλα ζωντανά (δημοτ. χορευτ. τραγ. ο στίχ. υπαινίσσεται «κυνήγι» κοριτσιών από
αγόρια, σκωπτικά βέβαια) – παΐδις λέγονταν και οι ακτίνες της ομπρέλλας
παίνια η θηλ. ουσ.
πληθ. οι παίνις· παίνεμα, καμάρωμα, επίδειξη: όπ’ να πααίνει κι όπ’ να σταθεί,
ούλου παίνις είνι κι για τεαυτόν τουν ίδγιουν κι για τη φαμπλιά τ’ ούλη
πάκια τα ουδ. ουσ.
οι σπόνδυλοι της σπονδυλικής στήλης κοντά στη μέση και οι μύες γύρω απ’
αυτούς: μι πόνισαν τα πάκια μ’ απ’ του
βάρους τα σακκιά που κουβαλούσα ούλη μέρα
παλαμίζου ρ. μεταβ. και παλαμάω
(σπάν.) παρατ. παλάμζα, αόρ. παλάμσα· παλαμίζουμι παλαμίσκα παλαμζμένους·
επάλειψη τοίχου και δαπέδου με πολτό λάσπης από χώμα και βουνιά αγελάδας· η
επάλειψη αυτή γινόταν με τις παλάμες των χεριών (από κει και η λ. παλαμίζω)·
έτσι παλάμιζαν τα παλιά τα χρόνια τα πλινθόχτιστα σπίτια, τις αχυροκαλύβες καθώς
και άλλους βοηθητικούς και αποθηκευτικούς χώρους του σπιτιοό· ουσ. του
παλιαρούτι του ουδ. ουσ. πληθ. τα παλιαρούτχια·
παλιόρουχο μισοτριμμένο, κουρελιασμένο και χιλιομπαλωμάνο
παλιουμούσκι του ουδ. ους. μοσχάρι χρονιάρικο, δαμάλι
παλιουρεά η θηλ. ουσ. 1) το παλιούρι 2) συστάδα παλιουργιών 3) μεταφ. για να
δηλώσει την κατάσταση που επικρατεί σε σπίτι ανοικοκύρευτου και τεμπέλη: παλιουρεά στου σπίτι τ’ (δε βρίσκεις
τίποτε)
παλιούρι του η
θηλ. ουσ. πληθ. τα παλιούργια· αγκαθωτός θάμνος· τα παλιούργια τα
χρησιμοποιούσαν παλιά για να φτιάξουν φράχτες
παλιουρκόπους η αρσ. ουσ. ο παλιουροκόπος· κοπτικό εργαλείο
για το κόψιμο των παλιουργιών· ήταν πολύ τραχύ αυτό το εργαλείο, γιαυτό και
όταν συζητούσαν για κάποιον ανόητο ή κακό, έλεγαν λέλε, παλιουρκόπου απ’ θέλει στου κιφάλι!
πανουγόμι του ουδ.
ουσ. επί πλέον φορτίο, υποχρέωση: δε μ’ έφτανι η θκη μ’ η φαμπλιά μ’ ήφιραν κι
τ’ ανίψι τ’ άντρα μ’ για πανουγόμι –
έχου τα βάσανά μ’, έχου κι σένα πανουγόμι
πανουπροίκι του ουδ. ουσ. το πανωπροίκι· συμπληρωματική ή
πρόσθετη προίκα· συνήθως δεν την έδινε ο πατέρας, αλλά τη ζητούσε με το «έτσι
θέλω» ο γαμπρός: σιγά ’π’ θα σι δώσου κι
πανουπροίκι απού πάν’ – πρόσιξέ τουν καλά αυτόν, θα σι ζητήσει κι πανουπροίκι
αύριου μιθαύριου (για προικοθήρα γαμπρό)
πανουσάμαρα επίρρ. επί πλέον φορτίο πάνω στο ήδη
φορτωμένο σαμάρι υποζυγίου: φόρτουσι του
γαϊδούρι μι δυο σακιά στιάρι κι πανοουσάμαρα έβαλι του μικρό του πιδάκι τ’
πάντγιους επίθ. η πάντγιους η πάντγια του πάντγιου·
στις φράσεις αυτός, η τέτχοιους, η πάντγιους· αυτήν, η τέτχοια, η πάντγια (λέγεται
αόριστα και γενικά για κάποιον, όταν θέλουμε να εκφραστούμε αρνητικά (βλ . λ.
δείξος και ποίξος)
παπάρα η θηλ. ουσ. ψωμί τριμμένο σε ζουμερά φαγητά: σε σούπες, σε γάλα, σε φασουλάδα, σε
ξίδι (ξιδοπάπαρα) κ. λ. π.
παπαρδέλις οι θηλ. ουσ. οι παπαρδέλες 1) οι παπαδίτσις (βλ. λ.) 2) κουβέντες χωρίς νόημα, μπούρδες,
αρλούμπες, φλυαρίες
παραγκώμι του ουδ. ουσ. παρανόμι, παρατσούκλι
παραμάζουμα ως επίρρ. στη φράση τς πήρι ούλοι παραμάζουμα στην
κουβέντα (δεν άφησε κανέναν άλλον να μιλήσει)
παραμάσκλα επίρρ.
παραμάσχαλα, κάτω από τη μασχάλη: πιρπατούσι
μι την ομπρέλλα παραμάσκλα – κρατούσι δυό καρπούζια παραμάσκλα
παράμιρους επίθ. η παράμιρους η παράμιρην του παράμιρου·
ο παράμερος, ο ανάμερος
παρανταρεά επίρρ. χωρίς διάκριση, σβάρνα: τς πήρι ούλοι παρανταρεά κι τς κατηγουρούσι, χωρς να ρουτήσει πχοιος κι τι είνι αυτός απ’ φταίει
παρασάνταλους επίθ. η παρασάνταλους η παρασάνταλην του
παρασάνταλου· ο παρασάνταλος 1) ο
ακατάστατος, ο άκομψος, ο άτσαλος: φουρούσι
(φορούσε) κάτι ρούχα κι κάτι παπούτσια παρασάνταλα που ήταν σαν παλιάτσους
2) ο σακάτης: μνια χαρά είνι κι οι δγυό,
πώς έβγαλαν πιδί παρασάνταλου; 3) κοντός και κακομούτσουνος: πώς τουν παντρεύκι αυτόν τουν παρασάνταλουν
αυτήν που είνι σαν τα κρύα τα νιρά;
παραστχιά η θηλ. ουσ. η (ε)στιά του σπιτιού, το τζάκι
(και συγκεκριμένα η ποδιά του τζακιού): μαζεύουμάσταν
ούλοι στην παραστχιά να πυρουθούμι (πυρωθούμε) – έψαμαν (ψήσαμε) κάστανα στην
παραστχιά
παρατουράω ρ. αμετ. και
παρατουρίζου συνήθ. στον αόρ.
παρατόρσα· παρατοράω (παρά + τορώ = ίχνος βήματος): μού’ρχεται να το βάλω στα
πόδια από ανησυχία, λαχτάρα, φόβο, εξουθένουση: μ’ ήφιραν και τα τρία τα’γγόνια στου σπίτι να τα κρατήσου κι παρατόρσα
ώσπου να φύγουν 2) τρελλαίνομαι, χάνω τα μυαλά μου: μόλις είδα ότι μι λείπουν τα λιφτά απ’ την τσιάντα μ’, παρατόρσα
παραχώνου ρ. μεταβ. αόρ. παράχουσα παραχώνουμι, παραχώτχα, παραχουμένους 1) σκεπάζω
με χώμα, χώνω βαθιά στο χώμα: παράχουσέ τις λίγου τς πατάτις, να φυτρώσουν καλά 2) θάβω, ενταφιάζω: ιδώ τουν έχουν παραχουμένουν τουν μακαρίτη τουν παππού 3) χάνομαι από ντροπή, καταντροπιάζομαι: τι να σι που, ιγώ παραχώτχα απ’ την αντρουπή
μ’ που άκουγα τέτχις παλιουκούβιντις
4) στη φράση πού τό’ βαλις του μαχαίρι,
του παράχουσις κι δεν του βρίσκου;
παρέκεια επίρρ. παρέκει, παρακεί: κάνι παρέκεια, μη μεαμπουδάς τουν ήλιου
παρμάκι του
ουδ. ουσ. συνήθ. στον πληθ. τα παρμάκια· οι ξύλινες ακτίνες του κάρρου
παρμάρα η θηλ.
ουσ. 1) ασθένεια των γιδοπροβάτων με παράλυση των ποδιών και αγαλακτία 2)
μεταφ. στη φράση παρμάρα εχς στα χέργια σ’; (για τεμπέλη, μη εργατικό άνθρωπο)
παρτσακλός επίθ. η παρτσακλός η παρτσακλιά του
παρτσακλό 1) άνθρωπος με σωματικό ελάττωμα ή και με ανάρμοστη συμπεριφορά: ντιπ όμουρφην δεν είνι, χώργια που πιρπατάει κι παρτσακλά παρτσακλά 2) μεταφ.
οτιδήποτε είναι στραβό, λοξό, άσχημο: λέει κάτι παρτσακλές κουβέντις που δεν καταλαβαίντς
τίπουτι – κάνει κάτι παρτσακλά γράμματα,
σαν την κότα που σκαλνάει στου χώμα (ορνιθοσκαλίσματα) επίρρ. παρτσακλά
παταρεά η θηλ. ουσ. και
αρσ. η πάταρους· δυνατό και ηχηρό χτύπημα με την παλάμη στο πρόσωπο ή στο
κεφάλι: τουν αστράφτει κανα δγυό παταρές στς μπούκις τ’ που τά ειδι
ούλα πράσινα γαλάζια
παταρνάω ρ. μεταβ. και αμετ. αόρ. πατάρσα· παταρνιώμι
παταρήσκα παταρσμένους· λαχταράω, τρομάζω, ξαφνιάζομαι: τι μπουμπούνημα ήταν αυτό τώραεά, πατάρσα ’π’ του φόβου μ’ – α, ρε
παταρσμένι, κάνι παρέκεια, που νευριάσκις ένα ένα (εκνευρίστηκες,
ερεθίστηκες)
πάτα τράβα επιρρημ. φράση από τα ρ. πατώ και τραβώ· η
διαδικασία κατά την οποία παίρνουμε το μούστο απ’ευθείας από το πάτημα των
σταφυλιών και τον ρίχνουμε στο βαρέλι για να γίνει κρασί
πατιρίτσα η θηλ. ουσ.
πληθ. οι πατιρίτσις· η πατερίτσα 1)
το δεσποτικό ραβδί 2) το δεκανίκι στο
οποίο στηρίζεται ο ανάπηρος από τα πόδια του
3) καθένα από τα δυο ξύλινα δοκάρια που στο κάτω μέρος έχουν πατήθρα,
πάνω στην οποία ισορροπεί κάποιος και περπατάει· με τις δυο αυτές πατιρίτσες
περπατούσαν τα μικρά παιδιά παίζοντας ως ξυλοπόδαρα
πάτιρου του ουδ. ουσ. το πάτερο· ξύλο πατώματος,
νταβανιού ή στέγης 2) μεταφ. στη φράση κολοκύθχια στου πάτιρου (ειρων. για
λόγια και πράξεις χωρίς σημασία)
πατούνα η θηλ. ουσ.
η πατούσα 1) το κάτω μέρος του ποδιού, ιδίως το μέρος προς τη φτέρνα: μι μπήκι ένα αγκάθι ιδώεα στην πατούνα – του γαργαλάει στην πατούνα τ’ του κούτσικου κι ξικαρδίζιτι στα γέλια 2) συνεκδοχ. το τμήμα της
κάλτσας που καλύπτει αυτό το πέλμα: φουρούσι
άσπρα τσιρέπχια μι παρδαλές πατούνις
πατόφλου ουδ. ουσ. στον πληθ. τα πατόφλα, τα φύλλα φυτού που είναι κάτω κάτω, στον πάτο
του κορμού του φυτού
πάφλους η αρσ. ουσ.
πρόχειρο κομμάτι από ψευδάργυρο, από τσίγκο: να βρούμι έναν πάφλου να τουν καρφώσουμι λίγου στην πόρτα που σκίσκι
(σχίστηκε)
παχνιάζου ρ. μεταβ. αόρ. πάχνιασα· παχνιάζουμι παχνιάσκα
παχνιασμένους 1) καλύπτω με πάχνη: παχνιάσκαν
τα πράσα κι τρώγουντι καλύτιρα τώρα (μαλάκωσε ο κορμός τους) 2) ρίχνω τροφή στα παχνιά των ζώων
πέταυρου του ουδ. ουσ. το πέταυρο· μακρόστενο λεπτό
σανίδι για τη σκεπή σπιτιών και άλλων οικοδομημάτων
πέτσικους επίθ. η πέτσικους η πέτσικην του πέτσικου·
για σκληρές επιφάνειες αυτός που έχει
λυγίσει, που έχει στραβώσει και δεν (εφ)αρμόζει κάπου: είνι λίγου πέτσικην η πόρτα κι δεν κλείνει καλά
πιδικλώνου ρ. μεταβ. αόρ. πιδίκλουσα· πιδικλώνουμι
πιδικλώθκα πιδικλουμένους· βάζω πιδούκλι (βλ. λ.) σε κάποιον, βάζω
τρικλοποδιά ή πέφτω κάτω από κάποιο
εμπόδιο: σύρι να πιδικλώεις του άλουγου
στου λιβάδι – πιδικλώθκα απ’ του
σκαλουπάτι κι έπισα· ουσ. του πιδούκλουμα
και η πιδουκλιά
πιδουκουμάω ρ. μεταβ. και αμετ. αόρ. πιδουκόμσα· περιποιούμαι, ανατρέφω μικρά παιδιά: μπράβου τς! πιδουκόμσι τα θκα τς τα πιδγιά,
πιδουκόμσι κι τ’ άντρα τς που τα βρήκι (τα προγόνια)
πιπιγκός η αρσ. ουσ. το κρυφτό· είδος παιδικού
παιχνιδιού: πάμι να παίξουμι πιπιγκό;
μεταφ. στη φράση αυτό είνι για πιπιγκό
ακόμα, δεν είνι για παντρειά, (για μικρό κορίτσι)
πιρπίγκι του ουδ. ουσ. και πιπίγκι· είδος φλογέρας· χρησιμοποιείται ως
επίρρ. για να δηλώσει ότι κάποιος μιλάει ασταμάτητα, είναι φλύαρος: ούλου αυτός μιλάει, δεν αφήνει κάναν άλλουν, πιρπίγκι η γλώσσα τ’
πιρπιρίτσα η θηλ.
ουσ. λαϊκό μαγικοθρησκευτικό έθιμο το
οποίο τελούνταν κατά τους ξερούς μήνες του καλοκαιριού και με το οποίο νεαρές
κοπέλες προσπαθούσαν να προκαλέσουν βροχή: έντυναν μια κοπέλλα με κλαδιά και
βούζια και στο κεφάλι της έβαζαν ένα ταψί ανάποδα (με τα χείλια προς τα κάτω)·
αυτή ήταν η πιρπιρίτσα, την οποία περιέφεραν από σπίτι σε σπίτι, όπου οι
νοικοκυρές έριχναν άφθονο νερό πάνω στο ταψί, για να προκαλέσουν βροχή·
συγχρόνως τραγουδούσαν ένα σχετικό τραγούδι
πισκέσι του ουδ. ουσ. το πεσκέσι· δώρο που
αποτελείται από φαγώσιμα και ποτά· στέλνεται σε λεχώνα γυναίκα, κυρίως, αλλά
και σε νύφη αρραβωνιασμένη ή παντρεμένη
πισουκάπλα επίρρ. στάση αναβάτη πάνω σε άλογο ή γαϊδούρι·
κάθεται στο πίσω μέρος του ζώου, στα καπούλια του: πάρι μι κι μένα, μπάρμπα, πισουκάπλα στη γουμάρα (από δημοτ. χορευτ.
τραγ. του θεσσαλ. κάμπου)
πίστουμα επίρρ. ορθότερα τα πίστουμα· με το στόμα προς το έδαφος,
μπρούμυτα, ανάποδα
’πιστρόφχια τα ουδ. ουσ.
πλούσιο τραπέζωμα (φαγοπότι) που προσφέρονταν στους νιόπαντρους όταν
αυτοί επέστρεφαν μετά μια εβδομάδα στο σπίτι της νύφης για τιμητική επίσκεψη·
μετά ακολουθούσε πρόχειρο γλέντι με τραπεζιάτικα τραγούδια και κουβεντολόι
πιτσώνου ρ. μεταβ. αόρ. πέτσουσα· πιτσώνουμι πιτσώθκα
και πιτσώτχα πιτσουμένους 1) πετσώνω· ντύνω κάτι με πετσί 2) έρχομαι σε σεξουαλική επαφή: η παλιουγύνικα, πιτσώθκι καλά καλά κι ύστρα
τουν απαράτσι (παράτησε) τουν
αρριβουνιαστικό τς
πλαϊάζου ρ. αμετ. πλαγιάζω 1) ξαπλώνω, πέφτω για
ύπνο 2) μεταφ. λυγίζω: παν τα στιάργια (τα σιτάρια), τα πλάεασι καταής η αέρας
πλαστός η αρσ. ουσ. είδος πίτας που γίνεται με
καλαμποκάλευρο (μπομπότα), λάχανα και τυρί·
είναι πολύ νόστιμη, υγιεινή και θρεπτική
πλατσιανάω ρ. μεταβ. αόρ. πλατσιάντσα· πλατσιανιώμι
πλατσιανίσκα πλατσιαντσμένους· χτυπώ με τα χέρια ή και με τα πόδια τα νερά ή τις
λάσπες (λασπόνερα): να του ιδείς πώς
πλατσιανάει χέρια πόδια στη μπανιέρα, έχει γούστου (για μικρό παιδάκι) – απού τι είνι έτσι πλατσιαντσμένους η
τοίχους; – δε φέγουν ντιπ απ’ τς
λάσπις· ούλη μέρα πλατσιανιώντι (για
ζαβολιάρικα παιδάκια)
πλέγα η θηλ. ουσ. η κολύμβηση, το κολύμπι σε νερά ποταμιού,
κυρίως, αλλά και θάλασσας: ξέρει καλή πλέγα αυτός
πλιθί του ουδ. ουσ. μικρό ορθογώνιο τούβλο που
κατασκευάζεται σε ειδικό ξύλινο καλούπι από πηλό και ψήνεται στον ήλιο 2)
μεταφ. στη φράση πλιθί του ψουμί σήμιρα
(βγήκε λίγο άψητο και είναι βαρύ σαν το πλιθί)
πλιχτουβέργι του ως
επίρρ. πλεχτοβέργι· ό,τι γίνεται με βέργες ξύλινες που πλέκονται μεταξύ τους: φράχτς πλιχτουβέργι – τοίχους πλιχτουβέργι παλαμσμένους (για αχυροκαλύβα)
πλουκάρι του ουδ. ουσ.
συνεχόμενο κομμάτι μαλλιού που προέρχεται από το κούρεμα ενός προβάτου
2) η ποσότητα που είναι ίση με το κουρεμένο μαλλί ενός προβάτου: θέλου δέκα πλουκάργια μαλλί
πλόχειρου του ουδ. ουσ. η ποσότητα που χωράει η χούφτα
της μιας παλάμης
πλύματα
τα ουδ. ουσ. 1) απόνερα, κυρίως από το πλύσιμο μαγειρικών σκευών· αυτά,
ανακατωμένα με αποφάγια, δίνονταν ως τροφή στα γουρούνια 2) στη φράση φαΐ είνι αυτό ή πλύματα; (για φαγητό άνοστο και νεροζούμι)
πόντσι του ουδ. ουσ. ποτό από βρασμένο νερό με
τσίπουρο και λίγη ζάχαρη· ζεστό ήταν φάρμακο για τον κρυωμένο ασθενή
πόρδους η αρσ. ουσ. ο πόρδος· δυνατή και ηχηρή πορδή: του παραφόρτουσι του καημένου του γουμάρι κι απ’ του βάρους ούλου πόρδου ήταν στου
δρόμου – σα ρίχει έναν πόρδου, έκουψάμαν
πέρα ούλοι, σκρόψαμαν απ’ την παρέα !
πουλίτσα η θηλ. ουσ.
εσοχή στον πλινθόκτιστο τοίχο σπιτιού, συνήθως σχήματος τριγωνικού (ίσως
από τη λέξη φωλίτσα)· στις πουλίτσες τοποθετούσαν αντικείμενα καθημερινής
χρήσης ως αποθήκευση (τανάλια, ακόνι, σκεπάρνι, ξτρι κ. ά.)· στις πουλίτσες
επίσης γεννούσαν οι κότες σαν σε φωλιά:
πάρι λίγου τ’αυγά απ’ τς πουλίτσις – πού είνι η τανάλια; κοίτα λίγου μες στην
πουλίτσα
πούντα η θηλ. ουσ.
κρυολόγημα στα πνευμόνια
πουντγιάζου ρ.
μεταβ. και αμετ. αόρ. πούντγιασα· αρπάζω κρυολόγημα: πούντγιασάμαν ιχτέ τη νύχτα μι την πόρτα που
την αστόησαμαν ανοιχτεά
πουρεύου ρ. αμετ. παρατ. πόριυα, αόρ. πόριψα· έχω τα
αναγκαία, περνώ καλά: πώς τα πόριψις ικεί
που ήσαν; – μι τα λιφτά που έβγαλάμαν θα πουρέψουμι ούλου του χειμώνα
πουτσαράς η αρσ. ουσ. 1) άνδρας βαρβάτος, που έχει
μεγάλο πέος 2) άνδρας ρωμαλέος, δυνατός,
ικανός: όταν κάποιος πηδούσε αρκετό μήκος σε άλμα τριπλούν, οι θεατές φώναζαν ε, ρε πουτσαρά, μπράβου σ’
πουτσαρίνα η θηλ. ουσ. γυναίκα άξια, εργατική, δυναμική,
αντρογύναικα: φάνκι πουτσαρίνα γναίκα·
χήριψι (εχήρευσε) κι τράνιψι μαναχιά
τς τόσα πιδγιά
πρατσιαλάω ρ. μεταβ. και πρατσιαλίζου αόρ. πρατσιάλτσα· πρατσιαλιώμι πρατσιαλίσκα
πρατσιαλτζμένους· για τα γίδια έρχομαι σε σεξουαλική επαφή: πρατσιαλάει η τράγους – πρατσιαλίσκαν τα γίδγια
προυγκάω ρ. μεταβ. και αμετ. αόρ. πρόγξα· προυγκιώμι
προυγκήσκα· 1) για ζώα τα διώχνω απότομα
με δυνατές φωνές και θόρυβο: φώναζι
δυνατά και χτυπούσι έναν τινικέ να προυγκήσει τα ζλάπχια απ’ του μπουστάνι 2) αμετ. για άνθρωπο σηκώνομαι και φεύγω ήσυχα ή βάζοντάς το στα
πόδια: στα καλά καθούμινα αρχίντσι να
φουνάζει κι να μαλώνει πρόγξαμαν ούλοι ,
άλλους σεαδώ, άλλους σεακεί
πυρουμάδα η θηλ. ουσ. η πυρωμάδα· η καψάλα· φέτα ψωμιού
που (ξερο)ψήνεται, φρυγανίζεται στημένη κοντά στη θράκα: άναβάμαν καλή φουτχιά στου μπουχαρή, έφκιανάμαν πυρουμάδις, έριχνάμαν
κι κανα κάστανου κι…
πυρουστχιά η θηλ. ουσ.
η πυροστιά 1) τριγωνικός σιδερένιος τρίποδας, πάνω στον οποίο
τοποθετούνται τα μαγειρικά σκεύη (τεντζερέδια και ταψιά) για μαγείρεμα ή ψήσιμο
φαγητών και άλλων φαγώσιμων (ψωμιά, γλυκίσματα, πίτες) 2) συνεκδοχ. ο χώρος γύρω από την πυροστιά
(όταν αυτή είναι έξω στη ρούγα, στην αυλή): κυλιόντι
στην πυρουστχιά οι κότις
(κορνιαχτίζονται στη στάχτη).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου