Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2018

«Το Χριστόψωμο» Χριστουγεννιάτικο Διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη



Μεταξὺ τῶν πολλῶν δημωδῶν τύπων, τοὺς ὁποίους θὰ ἔχωσι νὰ ἐκμεταλλευθῶσιν οἱμέλλοντες διηγηματογράφοι μας, διαπρεπῆ κατέχει θέσιν ἡ κακὴ πενθερά, ὡς καὶ ἡ κακὴμητρυιά. Περὶ μητρυιᾶς ἄλλωστε θὰ ἀποπειραθῶ νὰ διαλάβω τινά, πρὸς ἐποικοδόμησιν τῶν ἀναγνωστῶν μου. Περὶ μιᾶς κακῆς πενθερᾶς σήμερον ὁ λόγος.
Εἰς τί ἔπταιεν ἡ ἀτυχὴς νέα Διαλεχτή, οὕτως ὠνομάζετο, θυγάτηρ τοῦ Κασσανδρέως μπάρμπαΜανώλη, μεταναστεύσαντος κατὰ τὴν Ἑλληνικὴν Ἐπανάστασιν εἰς μίαν τῶν νήσων τοῦΑἰγαίου; Εἰς τί ἔπταιεν ἂν ἦτο στείρα καὶ ἄτεκνος; Εἶχε νυμφευθῆ πρὸ ἑπταετίας, ἔκτοτε δὶςμετέβη εἰς τὰ λουτρὰ τῆς Αἰδηψοῦ, πεντάκις τῆς ἔδωκαν νὰ πίη διάφορα τελεσιουργὰβότανα, εἰς μάτην, ἡ γῆ ἔμενεν ἄγονος. Δυὸ ἢ τρεῖς γύφτισσαι τῆς ἔδωκαν νὰ φορέσηπερίαπτα θαυματουργὰ περὶ τὰς μασχάλας, εἰπούσαι αὐτῇ, ὅτι τοῦτο ἦτο τὸ μόνον μέσον,ὅπως γεννήσῃ, καὶ μάλιστα υἱόν. Τέλος καλόγηρός τις Σιναΐτης τῇ ἐδώρησεν ἡγιασμένονκομβολόγιον, εἰπῶν αὐτῇ νὰ τὸ βαπτίζῃ καὶ νὰ πίνῃ τὸ ὕδωρ. Τὰ πάντα μάταια.
Ἐπὶ τέλους μὲ τὴν ἀπελπισίαν ᾖλθε καὶ ἡ ἀνάπαυσις τῆς συνειδήσεως, καὶ δὲν ἐνόμιζενἐαυτὴν ἔνοχον. Τὸ αὐτὸ ὅμως δὲν ἐφρόνει καὶ ἡ γραῖα Καντάκαινα, ἡ πενθερά της, ἥτιςἐπέρριπτεν εἰς τὴν νύμφην αὐτῆς τὸ σφάλμα τῆς μὴ ἀποκτήσεως ἐγγόνου διὰ τὸ γῆραςτης.
Εἶναι ἀληθές, ὅτι ὁ σύζυγος τῆς Διαλεχτῆς ἦτο τὸ μόνον τέκνον τῆς γραίας ταύτης, καὶ οὖτοςδὲ συνεμερίζετο τὴν πρόληψιν τῆς μητρός του ἐναντίον τῆς συμβίας αὐτοῦ. Ἂν δὲν τῷ ἐγέννᾳἡ σύζυγός του, ἡ γενεὰ ἐχάνετο. Περίεργον, δέ, ὅτι πᾶς Ἕλλην τῆς ἐποχῆς μας ἱερώτατονθεωρεῖ χρέος καὶ ὑπερτάτην ἀνάγκην τὴν διαιώνισιν τοῦ γένους του.
Ἑκάστοτε, ὁσάκις ὁ υἱός της ἐπέστρεφεν ἐκ τοῦ ταξιδίου του, διότι εἶχε βρατσέραν, καὶ ἦτοτολμηρότατος εἰς τὴν ἀκτοπλοΐαν, ἡ γραῖα Καντάκαινα ἤρχετο εἰς προϋπάντησιν αὐτοῦ, τὸνὡδήγει εἰς τὸν οἰκίσκον της, τὸν ἐδιάβαζε, τὸν ἐκατήχει, τοῦ ἔβαζε μαναφούκια, καὶ οὕτωτὸν προέπεμπε παρὰ τῇ γυναικὶ αὐτοῦ. Καὶ δὲν ἔλεγε τὰ ἐλαττώματά της, ἀλλὰ τὰαὐγάτιζε, δὲν ἦτο μόνο «μαρμάρα», τουτέστι στείρα ἡ νύμφη της, τοῦτο δὲν ἤρκει, ἀλλ᾿ ἦτοἄπαστρη, ἀπασσάλωτη, ξετσίπωτη κλπ. Ὅλα τὰ εἶχεν, «ἡ ποίσα, ἡ δείξα, ἡ ἄκληρη».
Ὁ καπετὰν Καντάκης, φλομωμένος, θαλασσοπνιγμένος, τὰ ἤκουεν ὅλα αὐτά, ἡ φαντασία τουἐφούσκωνεν, ἐξερχόμενος εἶτα συνήντα τοὺς συναδέλφους του ναυτικούς, ἤρχιζαν τὰ καλῶςὤρισες, καλῶς σᾶς ηὕρα, ἔπινεν ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ ρώμια, καὶ μὲ τριπλῆν σκοτοδίνην, τὴν ἐκ τῆςθαλάσσης, τὴν ἐκ τῆς γυναικείας διαβολῆς καὶ τὴν ἐκ τῶν ποτῶν, εἰσήρχετο οἴκαδε καὶβάρβαροι σκηναὶ συνέβαινον τότε μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τῆς συζύγου του.

Οὕτως εἶχον τὰ πράγματα μέχρι τῆς παραμονῆς τῶν Χριστουγέννων τοῦ ἔτους 186… Ὁκαπετὰν Καντάκης πρὸ πέντε ἡμερῶν εἶχε πλεύσει μὲ τὴν βρατσέραν του εἰς τὴν ἀπέναντι νῆσον μὲ φορτίον ἀμνῶν καὶ ἐρίφων, καὶ ἤλπιζεν, ὅτι θὰ ἑώρταζε τὰ Χριστούγεννα εἰς τὴν οἰκίαν του. Ἀλλὰ τὸν λογαριασμὸν τὸν ἔκαμνεν ἄνευ τοῦ ξενοδόχου, δηλ. ἄνευ τοῦΒορρᾶ, ὅστις ἐφύσησεν αἰφνιδίως ἄγριος καὶ ἔκλεισαν ὅλα τὰ πλοῖα εἰς τοὺς ὅρμους, ὅπου εὑρέθησαν. Εἴπομεν ὅμως, ὅτι ὁ καπετὰν Καντάκης ἦτο τολμηρὸς περὶ τὴν ἀκτοπλοΐαν. Περὶ τὴν ἑσπέραν τῆς παραμονῆς τῶν Χριστουγέννων ὁ ἄνεμος ἐμετριάσθη ὀλίγον, ἀλλ᾿ οὐχ ἧττον ἐξηκολούθει νὰ πνέῃ. Τὸ μεσονύκτιον πάλιν ἐδυνάμωσε.
Τινὲς ναυτικοὶ ἐν τῇ ἀγορᾷ ἐστοιχημάτιζον, ὅτι, ἀφοῦ κατέπεσεν ὁ Βορρᾶς, ὁ καπετὰν Καντάκης θὰ ἔφθανε περὶ τὸ μεσονύκτιον. Ἡ σύζυγός του ὅμως δὲν ἦτο ἐκεῖ νὰ τοὺς ἀκούση καὶ δὲν τὸν ἐπερίμενεν. Αὕτη ἐδέχθη μόνο περὶ τὴν ἑσπέραν τὴν ἐπίσκεψιν τῆς πενθερᾶς της, ἀσυνήθως φιλόφρονος καὶ μηδιώσης, ἥτις τῇ εὐχήθῃ τὸ ἀπαραίτητον «καλὸδέξιμο», καὶ διὰ χιλιοστὴν φορὰ τὸ στερεότυπον «μ᾿ ἕναν καλὸ γυιό».
Καὶ οὐ μόνον, τοῦτο, ἀλλὰ τῇ προσέφερε καὶ ἓν χριστόψωμο.
- Τὸ ζύμωσα μοναχή μου, εἶπεν ἡ θειὰ Καντάκαινα, μὲ γειὰ νὰ τὸ φᾶς.
- Θὰ τὸ φυλάξω ὡς τὰ Φῶτα, διὰ ν᾿ ἁγιασθῇ, παρετήρησεν ἡ νύμφη.
- Ὄχι, ὄχι, εἶπε μετ᾿ ἀλλοκότου σπουδῆς ἡ γραῖα, τὸ δικό της φυλάει ἡ κάθε μιὰ νοικοκυρὰδιὰ τὰ Φῶτα, τὸ πεσκέσι τρώγεται.
- Καλά, ἀπήντησεν ἠρέμα ἡ Διαλεχτή, τοῦ λόγου σου ξέρεις καλλίτερα.
Ἡ Διαλεχτὴ ἦτο ἀγαθωτάτης ψυχῆς νέα, οὐδέποτε ἠδύνατο νὰ φαντασθῇ ἢ νὰ ὑποπτεύσῃκακό τι.
«Πῶς τὤπαθε ἡ πεθερά μου καὶ μοῦ ἔφερε χριστόψωμο», εἶπε μόνον καθ᾿ ἐαυτήν, καὶ ἀφοῦἀπῆλθεν ἡ γραῖα ἐκλείσθη εἰς τὴν οἰκίαν της καὶ ἐκοιμήθη μετὰ τίνος δεκαετοῦς παιδίσκης γειτονοπούλας, ἥτις τῇ ἔκανε συντροφίαν, ὁσάκις ἔλειπεν ὁ σύζυγός της. Ἡ Διαλεχτὴ ἐκοιμήθη πολὺ ἐνωρίς, διότι σκοπὸν εἶχε νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν ἐκκλησίαν περὶ τὸ μεσονύκτιον. Ὁ ναὸς δὲ τοῦ Ἁγίου Νικολάου μόλις ἀπεῖχε πεντήκοντα βήματα ἀπὸ τῆς οἰκίας της.
Περὶ τὸ μεσονύκτιον ἐσήμαναν παρατεταμένως οἱ κώδωνες. Ἡ Διαλεχτὴ ἠγέρθη, ἐνεδύθη καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Ἡ παρακοιμωμένη αὐτὴ κόρη ἦτο συμπεφωνημένον, ὅτι μόνον μέχρι οὗ σημάνη ὁ ὄρθρος θὰ ἔμενε μετ᾿ αὐτῆς, ὅθεν ἀφυπνίσασα αὐτὴν τὴν ὠδήγησε πλησίον τῶν ἀδελφῶν της. Αἱ δυὸ οἰκίαι ἐχωρίζοντο διὰ τοίχου κοινοῦ.
Ἡ Διαλεχτὴ ἀνῆλθεν εἰς τὸν γυναικωνίτην τοῦ ναοῦ, ἀλλὰ μόλις παρῆλθεν ἠμίσεια ὥρα καὶγυνή τις πτωχὴ καὶ χωλὴ δυστυχής, ἥτις ὑπηρέτει ὡς νεωκόρος τῆς ἐκκλησίας, ἐλθοῦσα τῇλέγει εἰς τὸ οὖς.
- Δόσε μου τὸ κλειδί, ᾖλθε ὁ ἄντρας σου.
- Ὁ ἄντρας μου! ἀνεφώνησεν ἡ Διαλεχτὴ ἔκπληκτος.
Καὶ ἀντὶ νὰ δώση τὸ κλειδὶ ἔσπευσε νὰ καταβῇ ἡ ἰδία.
Ἐλθοῦσα εἰς τὴν κλίμακα τῆς οἰκίας, βλέπει τὸν σύζυγόν της κατάβρεκτον, ἀποστάζοντα ὕδωρ καὶ ἀφρόν.
- Εἶμαι μισοπνιγμένος, εἶπε μορμυρίζων οὗτος, ἀλλὰ δὲν εἶναι τίποτε. Ἀντὶ νὰ τὸ ρίξωμε ἔξω, τὸ καθίσαμε στὰ ρηχά.
- Πέσατε ἔξω; ἀνέκραξεν ἡ Διαλεχτή.
- Ὄχι, δὲν εἶναι σου λέω τίποτε. Ἡ βρατσέρα εἶναι σίγουρη, μὲ δυὸ ἄγκουρες ἀραγμένη καὶκαθισμένη.
- Θέλεις ν᾿ ἀνάψω φωτιά;
- Ἄναψε καὶ δόσε μου ν᾿ ἀλλάξω.
Ἡ Διαλεχτὴ ἐξήγαγε ἐκ τοῦ κιβωτίου ἐνδύματα διὰ τὸν σύζυγόν της καὶ ἤναψε πῦρ.
- Θέλεις κανένα ζεστό;
- Δὲν μ᾿ ὠφελεῖ ἐμένα τὸ ζεστό, εἶπεν ὁ καπετὰν Καντάκης. Κρασὶ νὰ βγάλης.
Ἡ Διαλεχτὴ ἐξήγαγεν ἐκ τοῦ βαρελίου οἶνον.
- Πῶς δὲν ἐφρόντισες νὰ μαγειρεύσης τίποτε; εἶπε γογγύζων ὁ ναυτικός.
- Δὲν σ᾿ ἐπερίμενα ἀπόψε, ἀπήντησε μετὰ ταπεινότητος ἡ Διαλεχτή. Κρέας ἐπῆρα. Θέλεις νὰσοῦ ψήσω πριζόλα;
- Βάλε, στὰ κάρβουνα, καὶ πήγαινε σὺ στὴν ἐκκλησιά σου, εἶπεν ὁ καπετὰν Καντάκης. Θὰἔλθω κι ἐγὼ σὲ λίγο.
Ἡ Διαλεχτὴ ἔθεσε τὸ κρέας ἐπὶ τῆς ἀνθρακιᾶς, ἥτις ἐσχηματίσθη ἤδη, καὶ ἡτοιμάζετο νὰὑπακούση εἰς τὴν διαταγὴν τοῦ συζύγου της, ἥτις ἦτο καὶ ἰδική της ἐπιθυμία, διότι ἤθελε νὰκοινωνήση. Σημειωτέον ὅτι τὴν φράσιν «πήγαινε σὺ στὴν ἐκκλησιά σου» ἔβαψεν ὁΚαντάκης διὰ στρυφνῆς χροιᾶς.
- Ἡ μάννα μου δὲ θὰ τὤμαθε βέβαια ὅτι ᾖλθα, παρετήρησεν αὖθις ὁ Καντάκης.
- Ἐκείνη εἶναι στὴν ἐνορία της, ἀπήντησεν ἡ Διαλεχτή. Θέλεις νὰ τῆς παραγγείλω;
- Παράγγειλέ της νὰ ἔλθῃ τὸ πρωί.
Ἡ Διαλεχτὴ ἐξῆλθεν. Ὁ Καντάκης τὴν ἀνεκάλεσεν αἴφνης.
- Μὰ τώρα εἶναι τρόπος νὰ πᾶς ἐσὺ στὴν ἐκκλησιά, καὶ νὰ μὲ ἀφήσεις μόνον;
- Νὰ μεταλάβω κι ἔρχομαι, ἀπήντησεν ἡ γυνή.
Ὁ Καντάκης δὲν ἐτόλμησε ν᾿ ἀντείπῃ τι, διότι ἡ ἀπάντησις θὰ ἦτο βλασφημία. Οὐχ ἧττον ὅμως τὴν βλασφημίαν ἐνδιαθέτως τὴν ἐπρόφερεν.
Ἡ Διαλεχτὴ ἐφρόντισε νὰ στείλη ἀγγελιοφόρον πρὸς τὴν πενθεράν της, ἕνα δωδεκαετῆπαῖδα τῆς αὐτῆς ἐκείνης γειτονικῆς οἰκογενείας, ἧς ἡ θυγάτηρ ἐκοιμήθη ἀφ᾿ ἑσπέρας πλησίον της, καὶ ἐπέστρεψεν εἰς τὸν ναόν.
Ὁ Καντάκης, ὅστις ἐπείνα τρομερά, ἤρχισε νὰ καταβροχθίζῃ τὴν πριζόλαν. Καθήμενος ὀκλαδὸν παρὰ τὴν ἑστίαν, ἐβαρύνετο νὰ σηκωθῆ καὶ ν᾿ ἀνοίξη τὸ ἑρμάρι διὰ νὰ λάβη ἄρτον, ἀλλ᾿ ἀριστερόθεν αὐτοῦ ὑπεράνω τῆς ἑστίας ἐπὶ μικροῦ σανιδώματος εὑρίσκετο τὸΧριστόψωμον ἐκεῖνο, τὸ δῶρον τῆς μητρός του πρὸς τὴν νύμφην αὐτῆς. Τὸ ἔφθασε καὶ τὸἔφαγεν ὁλόκληρον σχεδὸν μετὰ τοῦ ὀπτοῦ κρέατος.
Περὶ τὴν αὐγήν, ἡ Διαλεχτὴ ἐπέστρεψεν ἐκ τοῦ ναοῦ, ἀλλ᾿ εὗρε τὴν πενθεράν της περιβάλλουσαν διὰ τῆς ὠλένης τὸ μέτωπον τοῦ υἱοῦ αὐτῆς καὶ γοερῶς θρηνοῦσαν.
Ἐλθοῦσα αὕτη πρὸ ὀλίγων στιγμῶν τὸν εὗρε κοκκαλωμένον καὶ ἄπνουν. Ἐπάρασα τοὺς ὀφθαλμούς, παρετήρησε τὴν ἀπουσίαν τοῦ Χριστοψώμου ἀπὸ τοῦ σανιδώματος τῆς ἑστίας, καὶ ἀμέσως ἐνόησε τὰ πάντα. Ὁ Καντάκης ἔφαγε τὸ φαρμακωμένο χριστόψωμο, τὸ ὁποῖον ἡ γραῖα στρίγλα εἶχε παρασκευάσει διὰ τὴν νύμφην της.
Ἰατροὶ ἐπιστήμονες δὲν ὑπῆρχον ἐν τῇ μικρᾷ νήσῳ· οὐδεμία νεκροψία ἐνεργήθη. Ἐνομίσθη, ὅτι ὁ θάνατος προῆλθεν ἐκ παγώματος συνεπείᾳ τοῦ ναυαγίου. Μόνη ἡ γραῖα Καντάκαινα ἤξευρε τὸ αἴτιον τοῦ θανάτου. Σημειωτέον, ὅτι ἡ γραῖα, συναισθανθεῖσα καὶ αὐτὴ τὸἔγκλημά της, δὲν ἐμέμφθη τὴν νύμφην της. Ἀλλὰ τοὐναντίον τὴν ὑπερήσπισε κατὰ τῆς κακολογίας ἄλλων.
Ἐὰν ἔζησε καὶ ἄλλα κατόπιν Χριστούγεννα, ἡ ἄστοργος πενθερὰ καὶ ἀκουσία παιδοκτόνος, δὲ θὰ ἦτο πολὺ εὐτυχὴς εἰς τὸ γῆρας της

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

επικοινωνιστε μαζι μας