Συνεχίζοντας
την παρουσίαση μέρους από το λεκτικό – γλωσσολαογραφικό υλικό που αφορά τον
τόπο μας, και το οποίο έχει καταγραφεί στο βιβλίο μου με τίτλο: «Γλωσσάρι
ιδιώματος Δυτικής Θεσσαλίας και ευρύτερης περιοχής αυτής», γίνεται μια επιλογή
λέξεων που αρχίζουν από το γράμμα Κ και παρουσιάζονται παρακάτω με αλφαβητική
σειρά:
καβάκι του ουδ. ουσ. η λεύκα
καβούκι του ουδ. ουσ. 1) το όστρακο ορισμένων ερπετών
(της χελώνας, του κάβουρα) 2) το
περίβλημα όπου αναπτύσσονται οι σπόροι των οσπρίων ή και άλλων καρπών: γιμάτις
καβούκια είνι οι φασουλιές φέτου 3)
μεταφ. στη φράση κλείσκι στου καβούκι τ’ (κλείστηκε στο σπίτι του, απομονώθηκε)
καβουτσούκι του ουδ. ουσ. πληθ. τα καβουτσούκια· παπούτσι
από καουτσούκ· είναι αδιάβροχο και ανθεκτικό στη βροχή και στα λασπόνερα, αλλά
ανθυγιεινό, ιδίως το καλοκαίρι· παλιά το φορούσαν όλοι οι γεωργοί και οι
κτηνοτρόφοι· θεωρούνταν ευτελές υπόδημα και δήλωνε φτώχεια: τότι ζούσαμι καλά
κι ας φουρούσαμι καβουτσούκια
κάγκαένας αόρ. αντων. κάγκαένας κάγκαμίνια κάγκαένα·
κανένας, ουδείς
κάδη η θηλ. ουσ. ξύλινο δοχείο σε διάφορα μεγέθη
και σχήματα (κυρίως στρογγυλό) που χρησιμοποιείται για διάφορες
γεωργοκτηνοτροφικές χρήσεις: πάτσαμι σταφύλια στην κάδη – αλάτσα του κρέας κι το
’βαλα στην κάδη – πήρα κάδη για του τυρί
καδρόνι του ουδ. ουσ. τετράπλευρο ξύλινο δοκάρι
διάφορων διαστάσεων για διάφορες χρήσεις, κυρίως για τις στέγες των οικοδομών·
μεταφ. στη φράση σαν αρπάξου κανα καδρόνι απού καταή, θα ιδείς πού θα φτάεις (για απειλή σε κάποιον)
καένας αόρ. αντων. καένας καμίνια καένα· κανένας,
κάποιος: γίνκαν τα καρπούζια; ε, γίνιτι απού καένα
καζάνας η αρσ. ουσ. 1) ο καζανοκέφαλος, αυτός που
έχει χοντρό κεφάλι: σιγά την ουμουρφχιά που έχει, εα ένας καζάνας είνι 2) ο
ξεροκέφαλος: α, ρε καζάνα, πόσις βουλές θελτς να στου που (πω) να του καταλάβς;
καλαστάω ρ. μεταβ. αόρ. καλάστσα· καλαστχιώμι αόρ.
καλαστήτχα: χαιρετώ κάποιον εγκάρδια με φράσεις και χειρονομίες πολύ ευγενικές:
πουλύ τιμιτική νύφη ούλοι τς καλαστάει, μι την καλημέρα κι την καλησπέρα
στου στόμα τς είνι
καλημάνα βλ. λ. γκαλιαμάνα
καλιακούδα η θηλ. ουσ.
πληθ. οι καλιακούδις κι τα καλακούδγια 1) η καλιακούδα, η κάργια, το
γνωστό πουλί με τα μαύρα φτερά 2) μεταφ. για γυναίκα που μιλάει πολύ (φλύαρη) ή
δυνατά: σταμάτα κι συ, μαρ’ καλιακούδα
κάλισους επίθ. η κάλισους η κάλισα του κάλισου·
λέγεται για τα πρόβατα που έχουν κάτασπρο τρίχωμα, μαύρα αυτιά και δυο βούλες
μαύρες στα μάτια τους που είναι γαλανά· είναι όμορφο πρόβατο, γι’αυτό λέγεται
και για όμορφο άνθρωπο: ένας κάλισους, ψλος μι μαύρα μαλλιά
καλκάνας η αρσ. ουσ. λέγεται για κάποιον που έχει παχύ, χοντρό σβέρκο
καλότχια η θηλ. ουσ.
πληθ. οι καλότχις· κακό πνεύμα, ξωτικό, νεράιδα· τα πνεύματα αυτά τα
έλεγαν καλότ(υ)χες κατ’ ευφημισμό (για καλόπιασμα). Οι άνθρωποι της υπαίθρου
τις φαντάζονταν πολύ όμορφες, με ξανθά μαλλιά, ασπροντυμένες και
καλοχτενισμένες. Περιπλανιόνταν κοντά σε ποτάμια, βρύσες, πηγάδια, κοντά σε
αλώνια και σε τόπους με πολλά δέντρα· εκεί κυκλοφορούσαν τις νύχτες, χορεύοντας
και τραγουδώντας εξαίσια. Σε αυτές αποδίδονταν ασθένειες και παθήματα ανθρώπων
καλουπίχιρα επίρρ. καλοπίχερα· εύκολα: λύθκι του βόδι κι έφυγι, του πχιάντς καλουπίχιρα τώρα; – αμ, καλά τα λες, αλλά τουν καντς ζάπι καλουπίχιρα αυτόν;
καλουπουρεύου ρ. αμετάβ. αόρ. καλουπόριψα· καλοπορεύω·
περνώ, ζω καλά: αμ, μην τουν κλαις αυτόν, ούλου φαΐ κι κατσιό είνι, καλουπουρεύει νια χαρά
καλτσάτους επίθ. η καλτσάτους η καλτσάτην του καλτσάτου·
στις φράσεις κότα καλτσάτην (κότα που έχει φτερά και στα πόδια) – όρνιου
καλτσάτου (υβριστικά και ειρωνικά για
άνθρωπο ηλίθιο, βλάκα)
κάμα του
ουδ. ουσ. η πολλή ζέστη (ιδίως του καλοκαιριού), καύσωνας: άναψι η ζέστα όξου, παίζει του κάμα· θ’ανάψει
του πιλικούδι πάλι σήμιρα
καράς η αρσ. ουσ. θηλ. η καράσου· άλογο ή βόδι με
ολόμαυρο τρίχωμα
κάργας η αρσ. ουσ. αυτός που κάνει τον παλικαρά, τον
νταή, τον σπουδαίο, χωρίς να είναι: δεν κοιτάει
να ιδει πχοιος είνι, μας κάνει κι
τουν κάργα κιόλας επίρρ. κάργα· πάρα
πολύ, πλήρως: κάργα αγριάδα του χουράφι
καργιόλα η θηλ. ουσ.1) είδος κρεβατιού, συνήθως
διπλού: την Πέμπτη πριν του γάμου θα στρώσουν την καργιόλα για τα νιόγαμπρα 2)
ανήθικη γυναίκα: βρε την καργιόλα που μας κάνει
κι τη σιγανουπαπαδγιά! – μιγάλη καργιόλα
(έξυπνη, καταφερντζού)
καργιόλτς η αρσ. ουσ. ο καργιόλης· ανήθικος άντρας: άντε
και γαμ…, ρε καργιόλη· λέγεται και συμπαθητικά: ρε, τουν καργιόλη, πώς τα
καταφέρει ούλα!
καρδάρι του ουδ. ουσ. 1) δοχείο τσίγκινο για το
άρμεγμα του γάλακτος των ζώων 2) μεταφ.
στη φράση καρδάργια ρίχει όξου, βρέχει μι του καρδάρι ( βρέχει πολύ δυνατά)
καρέλα η θηλ. ουσ. που χρησιμοποιείται και ως επίρρ.
τρόπος στάσης κατά τη συνουσία: η γυναίκα σηκώνει τους μηρούς της προς τα πάνω
και τους τοποθετεί στους ώμους του άντρα: λεν ότι τουν έπχιασαν όξου μι τη
γναίκα τ’ να την έχει μαζουμένη καρέλα πίσου ’που μνια θημουνιά
καρές η αρσ. ουσ. 1) είδος χτενίσματος των μαλλιών,
συνήθως χώρισμα στα δυο, χωρίστρα: ούλη την ώρα στου γυαλί (στον καθρέφτη) βρίσκιτι
να φκιάνει τουν καρέ τ’ 2) είδος
υφάσματος κεντημένου που στρώνεται ως διακοσμητικό σε τραπέζια και κομμούς
καρκαλέτσι του ουδ. ουσ. ο κοκύτης· παιδική νόσος που
εκδηλώνεται με ξερό και επίμονο βήχα· ως θεραπευτικό οι πρακτικοί του χωριού θεωρούσαν το
γομαρόγαλο: είχι καρκαλέτσι δγυό μέρις τώρα, ήπχι γουμαρόγαλου κι έτσι είδι ηλιάτσι (θεραπεία)
καρκαμπίλα η θηλ. ουσ. η καρακαμπίλα· κάμπος χωρίς
υψώματα, δέντρα, ποτάμια, ισιάδι εντελώς: δε γλεπς τίπουτι μπρουστά σ’ (κάτι
ενδιαφέρον), σκέτη καρκαμπίλα γλεπς μαναχά
2) έφυγι κι μ άφσι στην καρκαμπίλα (με την έννοια ότι «με άφησε
μπουκάλα»)
κεαπέ και κέπι ως
σύνδ. ειδεμή, ειδάλλως: πού ’ν ’τα
λιφτά, κεαπέ ξέρουμι ’μείς να τα φάμι – ισύ μαναχά ξερς κέπι ιγώ δε μι κόβει –
πέρσι ήταν καλές ούλις οι σουδγειές απ’ τα χουράφχια κέπι φέτου ντιπ, τίπουτι
κεαρατάς η αρσ. ουσ. ο κερατάς 1) ο απατημένος σύζυγος
2) άθλιος, πανούργος: παλιουκεαρατά του ανέμ’, κεαρατά – α, ρε κεαρατά, δε θα σι μπλάξου πθινά…θα δεις
κιαμέτι άκλ. ως επίρρ. πάρα πολύ, ένα σωρό: έφαϊ ένα
κιαμέτι φαΐ κι τώρα κοιλουστρουφάει (αισθάνεται βαρυστομαχιά)
κιλέβα η θηλ. ουσ.
νήμα πλεξίματος τυλιγμένο σε κουβάρι μακρόστενο, σε σχήμα ωοειδές,
κούκλα: χρειάζουμέστι πέντε κιλέβις για του πουλόβερ
κιλίμι του ουδ. ουσ. υφαντό αργαλίσιο (υφασμένο στον
αργαλειό) που το έστρωναν στα κρεβάτια,αλλά και κάτω σαν τάπητα· ήταν πολύχρωμα
αραδωτά ή με πολλά σχήματα και σχέδια· ήταν απαραίτητα στα προικιά της νύφης τα
κιλίμια
κιλιπούρι του ουδ. ουσ.
το κελεπούρι
κιντάβρουμα στη φρ. γαμώ του κιντάβρουμά σου, γαμώ (για
βρίσιμο)
κιντέρι του ουδ. ουσ.
πληθ. τα κιντέργια· στενοχώρια, βάσανο: θα του τραβήξουμι κι αυτό του κιντέρι που μας βρήκι, τι θα κάνουμι; – λείπουν πουτέ
τα κιντέργια απ’ τουν κουσμάκου;
κουβέλι του ουδ.
ουσ. ξύλινο ή τσίγκινο δοχείο που το
χρησιμοποιούσαν ως μέτρο χωρητικότητας σιτηρών ή οσπρίων· ισοδυναμούσε ίσα με
12-13 περ. οκάδες· λέγονταν και αλτσέκι· δύο τέτοια δοχεία αποτελούσαν το κοιλό
(βλ. λ.)
κούδα η θηλ. ουσ. μεγάλο σόι: ήρθαν ούλου του σόι,
ολόκληρη κούδα
κουθώνι του ουδ. ουσ.
το κωθώνι· άνθρωπος ηλίθιος, χαζός, βλάκας: ούλα τα κουθώνια θα μας
κάνουν κι τουν έξυπνουν τώρα;
κουκόνα η θηλ. ουσ. το γεννητικό μόριο, το « πουλάκι»
του μικρού αγοριού: βγάλι την κουκόνα σ’ να καντς τσίσια – πού την εχς την
κουκόνα σ’, σ’την έφαγι η γάτα;
κουκόνι του ουδ. ουσ. ράτσα, είδος κοντόσωμου και
μικρόσωμου σκυλιού
κουκόσια η θηλ. πληθ. οι κουκόσις· το καρύδι: τι εχς
στα χέργια σ’; κουκουσούλις· τι εχς σ’ τσιπούλις; παραδούλις (στιχάκια από
παιδικό παιχνίδι) – να προυσέχς καλά, κουκόσια να τό’χς του μνυαλό σ’ (συμβουλή
σε νέο να έχει συγκεντρωμένο το μυαλό)
κουκουρέντζους η αρσ. ουσ. και θηλ. η κουκουρέντζα· 1) σωρός από όμοια πράγματα τοποθετημένα το
ένα πάνω στο άλλο 2) το να κάθεται κανείς με σκυμένο το κορμί και μαζεμένα τα
πόδια, έτσι που να φτάνουν τα γόνατα ως το στόμα: μαζεύκι σουρό, κάθιτι ούλη μέρα
κουκουρέντζους
κουνάκι του ουδ. ουσ. το κονάκι 1) παλιά η κατοικία
του τσιφλικά 2) ειρωνικά ή συμπαθητικά το σπίτι, το σπιτάκι μας: τι ήθιλα ’γω
κι μπιρδεύκα, καλά δεν κάθουμαν στου κουνάκι μ’;
κουνέτους η αρσ. ουσ. πληθ. τα κουνέτχια· 1) μικρό μπουκαλάκι, φιαλίδιο 2) μελανοδοχείο
κουντακνός επίθ. η κουντακνός η κουντακνιά του
κουντακνό· ο κοντακιανός· για άνθρωπο ο κοντούλης, ο χαμηλούτσικος· υποκορ. η κουντακνούτσικους
κουντεύου ρ. μεταβ. και αμετάβ. πλησιάζω, είμαι προς το τέλος, λίγο έλειψε να…:
κουντεύει ένας χρόνος απού τότι –
κόντιψα να πάθου συγκουπή καρδίας (απ’ το φόβο) – αργάς ακόμα; όχι, κουντεύου
κουντιρίτσα η θηλ. ουσ. λαχνός, κλήρος, τρόπος
λαχνίσματος. Γίνονταν ως εξής: ένας κρατούσε δυο ξύλάκια, ένα μικρότερο ένα
μεγαλύτερο, και έλεγε στον άλλον: τράβα ένα· άμα τραβήεις του μικρότιρου, χαντς
ισύ κι κιρδίζου ’γω κι θα πας να φερς ισύ νιρό
κουντότα η θηλ. ουσ.
η κοντότα· ειδική συμφωνία γιατρού, κυρίως, αλλά και κουρέα, και
κατοίκων ενός χωριού, κατά την οποία ο γιατρός π.χ. με εφάπαξ αμοιβή
αναλαμβάνει τη νοσηλεία τους για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα (συνήθως ένα
έτος ή ένα εξάμηνο)
κουντουσβόιρας η αρσ. ουσ. πολύ κοντός, κοντοστούπης,
κοντοπίθαρος
κουπάζου ρ. αμετ. ανασαίνω με δυσφορία, έχω δύσπνοια,
αγκομαχώ· (λέγεται για ασθένεια αιγοπροβάτων κυρίως)
κουπάνα η θηλ. ουσ. τετράπλευρη λεκάνη, ξύλινη
παλιότερα, τσιμεντένια αργότερα που τοποθετούνταν κάτω από την τουλούμπα ή το
αρτεσιανό. Εκεί έπλεναν τα ρούχα οι νοικοκυρές, εκεί πότιζαν τα ζώα. Κουπάνες
ξύλινες μακρόστενες τοποθετούνταν στα υπαίθρια μαντριά και τσαρδάκια, για να
πίνουν νερό ή για να τρων τον καρπό τους τα ζώα
κουτσπί ως επίρρ. τάχιστα, πολύ γρήγορα (για τρέξιμο,
για φευγιό): τουν ήφιραν σκαρίκια ότι γέντσι η γναίκα τ’ κι ’κείνους κουτσπί
για του σπίτι – τό’βαλι κουτσπί η κλεφτς κι άφαντους!
κουψίδι του ουδ. ουσ. πληθ. τα κουψίδγια· κομμάτια
κρέατος για μαγείρεμα, μια μερίδα: φάε, νύφη , τραχανά· καλά είνι κι τα κουψίδγια
(ειπώθηκε για νύφη ξαντρόπιαστη και φαγανή)
κρεατόκουμμα του ουδ. ουσ. το κρεατόκομμα· οξύς μυικός
πόνος στη μέση
κρεατουκόβουμι ρ. αόρ. κρεατουκόπκα κρεατουκουμμένους· αισθάνομαι ξαφνικά δυνατό πόνο στη μέση
κρεατσιανίδα η θηλ. ουσ. κάθε κομμάτι τροφής που είναι
τραγανό, κάπως σκληρό ή ξεροψημένο, αλλά πολύ νόστιμο: ιμένα μεαρέσουν πουλύ οι
κρεατσιανίδες απ’ του πασχαλιάτικου τ’ αρνί κι απ’ τς πίτις
κρυάδα η θηλ. ουσ. πληθ. οι κρυάδις· η αίσθηση του
κρύου: κάνει κρυάδα όξου σήμιρα – έχου κρυάδις σ’ούλου του κουρμί μ’(έχω ρίγη)·
μεταφ. στη φράση ούλου κρυάδις λέει (λέει φλυαρίες)
κρυαδίζει ρ. γ΄ενικ. πρόσ. αόρ. κρυάτσι· αρχίζει να
κρυώνει (ο καιρός): μιτά απ’ τη γάστρα που είχι ούλη μέρα η ήλιους κρυάτσι
λίγου τώρα – μεταφ. στη φράση μιτά την ασπιρίνη αρχίντσι να κρυαδίζει (να δροσίζει, να του
πέφτει ο πυρετός)
κρυότη η θηλ. ουσ. πληθ. οι κρυότις· δροσερός
καιρός, δροσιά, ψυχρούλα: μόλις αρχίσουν οι πρώτις κρυότις, βγαίνουν κι τα
κάστανα – είνι κρυότη ακόμα, μη βάειζ ντουμάτις
(μην τις φυτεύεις)
κτσάνας η αρσ. ουσ. ειρων. και περιφρονητικά γι’αυτόν
που είναι κτσος (κουτσός)
κυρά η θηλ. ουσ.
έτσι προσφωνούσε τιμητικά και «σεβαστικά» η νύφη τις κουνιάδες της και
άλλες μεγαλύτερες γυναίκες από το σόι του άνδρα της
κφάδι του ουδ. ουσ. το κωφάδι· λέγεται ειρωνικά και
μειωτικά για άνθρωπο που δεν ακούει καλά: γιρό κφάδι είνι κι αυτός
κφόβραση η θηλ. ουσ. η κουφόβραση· υψηλή θερμοκρασία
με υγρασία, καύσωνας
κφος επίθ. η κφος η κφεα του κφο· ο κωφός μεταφ. στη φράση αυτά που είπις στεαυτήν, θα
φτάσουν στουν κφον τουν βασιλιά (για κουτσομπόλα γυναίκα)
κώλους η αρσ. ουσ. ο κώλος και σε φράσεις με μεταφ.
σημασία, όπως: τουν πήρι του νιρό π’ τουν κώλου (άρχισαν οι υποχρεώσεις του) – μπουσλάει τ’ κώλ’ του κούτσικου (μπουσυλάει με τον
κώλο) – άμα δε βρέξ’ (βρέξεις) κώλου, δεν πχιάντς ψάργια (άμα δε δουλέψεις δεν
προσπαθήσεις, δεν προκόβεις) – α έλα, ρε
κώλε, έλα άμα κουτάς (τόλμα δειλέ) κ.λ.π.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου