Του Χρήστου Γιανναρά
Με
ψύχραιμη απόσταση σαράντα ημερών, η επίσκεψη Ερντογάν στην Αθήνα (7 Δεκεμβρίου
2017) δικαιολογείται να σχολιαστεί και επιφυλλιδογραφικά, δηλαδή όχι για την
επικαιρική μόνο και συγκυριακή σημασία της. Η επιφυλλίδα, κατά τεκμήριο,
οφείλει σχολιασμό απαλλαγμένον από την επιδερμική έξαψη της επικαιρότητας.
Η
ψυχραιμία επιβάλλει να αναγνωρίσουμε ότι στη μνήμη των ενεργών σήμερα στην
Ελλάδα πολιτών μάλλον δεν είχε ώς τώρα καταγραφεί άλλη περίπτωση Προέδρου της
Ελληνικής Δημοκρατίας και πρωθυπουργού, που να απευθύνθηκαν σε ηγέτη της
μετα-σουλτανικής Τουρκίας με τέτοια απερίφραστη ευθάρσεια. Οι ίδιοι έχουν βάλει
τις υπογραφές τους και σε νόμους ή διατάγματα, που υπονομεύουν καίρια την
εκπαιδευτική διάσωση της γλωσσικής συνέχειας και της ιστορικής αυτοσυνειδησίας
των Ελλήνων. Αλλά το δεδομένο αυτό δεν μας εμποδίζει να πιστοποιήσουμε ότι στον
Ερντογάν, οι ίδιοι, μίλησαν με παρρησία που κανένας ομόλογός τους ελληνώνυμος
δεν είχε ποτέ διανοηθεί.
Με
ανάλογη ψύχραιμη νηφαλιότητα αξίζει να αποτολμήσουμε και ένα, σχετικό με την
ίδια επίσκεψη, επιπλέον ερώτημα: Από τα όσα μας μετέδωσαν οι ραδιοτηλεοπτικές
καταγραφές, Πρόεδρος της Δημοκρατίας και πρωθυπουργός μιλούσαν με τον Ερντογάν
εκείνο το είδος της γλώσσας (της «προοδευτικής», τυπικά ιστορικο-υλιστικών
προδιαγραφών, διπλωματίας), που προϋπέθετε την Τουρκία και την Ελλάδα σαν δύο
γείτονες χώρες, ισότιμες και ισοταγείς, με κάποιες μεταξύ τους αντιγνωμίες και
ασυμφωνίες. Ωσάν να επρόκειτο για το Βέλγιο και την Ολλανδία ή για την Ελβετία
και την Αυστρία. Οπότε, με λίγη καλή διάθεση, ευγενικούς τρόπους και
διπλωματική κομψότητα μπορούν να επιλύσουν τις διαφορές τους και να συνυπάρξουν
σαν καλοί γείτονες.
Το
αυθόρμητο και πηγαίο ερώτημα είναι: Τα δύο κράτη δεν έχουν «ιστορία», δεν είναι
πρωταρχικά η Ιστορία που δημιουργεί προβλήματα στις σχέσεις τους και
δυσαρμονίες στη συνύπαρξή τους; Πώς είναι δυνατό να είναι ελληνικό το νησί και
τουρκική η υφαλοκρηπίδα του ή τουρκική η ακτή και ελληνική η υφαλοκρηπίδα της;
Με ποια λογική τα χωρικά ύδατα μπορεί να ορίζονται στα έξι μίλια και ο εθνικός
εναέριος χώρος στα δέκα μίλια από τις ακτές;
Βέβαια,
σε τέτοια προβλήματα (οριοθέτησης των συνόρων, των ορίων επικράτειας) τα
γείτονα κράτη είναι σήμερα μάλλον εύκολο να βρίσκουν λύσεις: Υπάρχει ένα κοινά
παραδεκτό (περισσότερο ή λιγότερο) Διεθνές Δίκαιο, υπάρχουν και Διεθνείς
Οργανισμοί με τον ρόλο, ακριβώς, μεσολάβησης και διαιτησίας σε περίπτωση που
αντίδικα κράτη δεν ομογνωμούν στην ερμηνεία των αρχών του Δικαίου.
Με
δεδομένο το νομικό αυτό πλαίσιο και παγιωμένη την απόλυτη κυριαρχία του Ιστορικού
Υλισμού στο πολιτιστικό μας «παράδειγμα», καταλαβαίνω γιατί, η επίκληση της
Ιστορίας και η παρεμβολή της στο πεδίο της πολιτικής μόνο δυσεπίλυτες
περιπλοκές και εντάσεις μπορεί να δημιουργήσει. Ενδέχεται να προκαλέσει
συναισθηματικές παροξύνσεις, ίσως φανατισμένες εμμονές, να υπονομεύσει την
απαραίτητη στη διπλωματία ψυχραιμία. Μεθοδικά λοιπόν και προγραμματικά
εξοβελίζεται η Ιστορία από την άσκηση εξωτερικής πολιτικής.
Ναι,
αλλά δεν έχει και ποτέ δοκιμαστεί στην πολιτική μια χρήση της Ιστορίας, συνεπέστατα
αποτοξινωμένη από κάθε ιδεολογική - εθνικιστική φόρτιση, χρήση χωρίς ίχνος
επιθετικότητας, υποβόσκοντος ρεβανσισμού ή μολυσμένη από τη συμπλεγματική
μειονεξία της «θυματοποίησης». Με κατακτημένη, γαληναία ηρεμία, ψηλαφητή
ελευθερία από πολιτικάντικες εμπάθειες ή «εξυπνάδες», να πει ο Προκόπης
Παυλόπουλος στον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν:
«Ας
μιλήσουμε ρεαλιστικά, με καθαρές κουβέντες: Είσαστε οι νικητές και είμαστε οι
νικημένοι. Μας νικήσατε, πριν έξι αιώνες, κατά κράτος, μας εξορίσατε από την
Ιστορία για τετρακόσια ολόκληρα χρόνια. Οι εκτάσεις γης όπου σήμερα κατοικείτε,
ήταν κάποτε τόσο ελληνικές όσο και η Αθήνα, η Θήβα, η Σπάρτη, η Ολυμπία, η
Πέλλα, η Βεργίνα, οι Θερμοπύλες. Στην Ιωνία γεννήθηκε ό,τι πιο ελληνικό: ο
Ομηρος, το κεφαλάρι της γλώσσας μας, ο Ηράκλειτος, κεφαλάρι κάθε σοφίας και
αρετής ελληνικής. Στη σημερινή σας επικράτεια, ώς πριν ενενήντα έξι χρόνια, όλα
ήταν ελληνικά: Κωνσταντινούπολη, Ιωνία, Πόντος, Φρυγία, Λυκαονία, Παμφυλία,
Κιλικία, Γαλατία, Καππαδοκία, Αιολία, Αμάσεια.
»Ξέρουμε,
Πρόεδρε Ερντογάν, ότι η Ιστορία δεν γυρίζει πίσω, οι εθνοκαθάρσεις εξαλείφουν
ολόκληρους λαούς από τις πανάρχαιες κοιτίδες τους, οριστικά, αμετάκλητα.
Προλάβαμε οι Ελληνες να ελευθερώσουμε από τον Σουλτάνο κάποιες σπιθαμές γης και
στήσαμε κράτος, που δεν έχει τίποτα το ελληνικό – από την πολεοδομία ώς τη
διοίκηση και τα σχολειά, όλα είναι ξιπασμένη μίμηση, καραγκιοζιλίκι
“εξευρωπαϊσμού”, ξεφτίλα μεταπράτη. Αυτό είμαστε, και θέλω να μου πεις: τι
φοβάσαι από μας τους τελειωμένους, τι άλλο θέλεις επιτέλους από μας;
Παραβιάζεις κάθε μέρα τον λειψό ουρανό μας, άρπαξες με ατιμία, εσύ ο μπεσαλής,
τη μισή Κύπρο, θέλεις και το μισό Αιγαίο για “καλή γειτονία” – πού το πας, πες
ξεκάθαρα.
»Δεν
κάνω έκκληση να μας λυπηθείς, εμείς οι νικημένοι και προδότες του εαυτού μας,
σωτηρία δεν έχουμε. Θα μπορούσες να υπολογίσεις σε μας και να στηριχτείς, για
να μπεις στην Ε.Ε., να σώσουμε μαζί πείρα αιώνων, μεσανατολίτικη, προτεραιότητα
της σχέσης και όχι της χρήσης, ναι, μέσα στην πεθαμενίλα, την ιστορικο-υλιστική
της Ευρώπης. Αλλά είναι πια για μας αργά και για σένα “ύποπτοι” τέτοιοι
πολιτικοί στόχοι.
»Κόψε
τουλάχιστον τις απειλές, γίνεσαι κωμικός, Ταγίπ Ερντογάν. Φοβάσαι τους οριστικά
νικημένους, τους εκούσια αρνητές των ιερών και των οσίων τους; Είσαστε ογδόντα
εκατομμύρια και εμείς, σε σαράντα χρόνια, με την παρακμιακή μας
υπογεννητικότητα, θα είμαστε τρία. Αλλαξε ορίζοντες και στόχους εξωτερικής
πολιτικής, μην ξεχνάς: σου μεταγγίσαμε κάποτε τον “αέρα” της αυτοκρατορίας».
Αυτά
ένας υποθετικός Προκόπης Παυλόπουλος σε έναν κατευχήν νηφάλιο Ταγίπ Ερντογάν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου