Του Ευαγγέλου
Στάθη φιλολόγου
Παρά
το γεγονός ότι το Βαλτινό είναι πεδινό, παρά το ότι ολόκληρη η πεδινή Θεσσαλία
από την ομηρική εποχή αναφέρεται ως αλογοθρόφα γη, (ο Βουκεφάλας, το αγαπημένο
άλογο του Μ. Αλεξάνδρου, ήταν ένας άγριος θεσσαλικός ίππος, τον οποίο αγόρασε ο
πατέρας του Φίλιππος Β΄ από το Θεσσαλό Φιλόνεικο για 30 τάλαντα, ένα ποσό που
ισοδυναμούσε με 78.000 αττικές δραχμές), εντούτοις στα παιδικά μου χρόνια και
μέχρι τις δεκαετίες ΄50 - ΄60 τα άλογα στο χωριό ήταν ελάχιστα. Είναι γεγονός
ότι η εκτροφή και η συντήρηση αλόγων ήταν πολυέξοδη, τα δε έξοδα αυτά δεν τα
κάλυπταν ούτε στο ελάχιστο τα άλογα, δεν παρήγαγαν δηλαδή αγαθά ούτε
εμπορεύσιμα ήταν, δεν απέδιδαν.
Όπως
προκύπτει και από τις απογραφές, άλογα δεν υπήρχαν πολλά στο χωριό, ελάχιστα
μόνο. Μέχρι το 1960 θυμάμαι ότι υπήρχαν λίγα άλογα. Οι ιδιοκτήτες τους τα
χρησιμοποιούσαν σε πολλαπλές εργασίες: ως υποζύγια, για διάφορες μεταφορές
δηλαδή για ζέψιμο στο κάρο ή στο όργωμα. Επίσης τα άλογα τα έτρεφαν και για το
εμπόριο των ακριβών πουλαριών, αποτελούσαν δε ακόμη και αναφορά προίκας για την
κόρη: «σου δίνω τόσες λίρες, μια γελάδα
κι ένα άλογο». Περιττό να πούμε ότι χρησιμοποιούνταν και για ίππευση, για
καβαλίκεμα δηλαδή. Γι’ αυτό θα μιλήσουμε αμέσως παρακάτω.
Όμορφη,
βουκολική και ειδυλλιακή εικόνα αποτελούσε η βοσκή των αλόγων στα ζευγαρολίβαδα
και στους μεριάδες: περήφανοι ντορήδες και ψαρήδες, όμορφες καπουλάτες φοράδες,
χαριτωμένα πουλάρια. Με καπίστρι ή ακαπίστρωτα, με φάλαρα ή όχι,
μακροσκοινισμένα από το πόδι στο λιβάδι ή πεδουκλωμένα, ζεμένα στο κάρο, πάντα
ήταν όμορφα και περήφανα.
Αργότερα,
στις δεκαετίες ΄60-΄70 έως και ΄80 είχαν σχεδόν όλοι οι γεωργοί άλογα. Σπάνια
είχαν αρσενικά, κυρίως είχαν φοράδες, από μια φοράδα ο κάθε νοικοκύρης. Την
εποχή της σποράς σέμπρευαν με το συγγενή ή το φίλο τους, για να αποτελέσουν το
ζευγάρι.
Έζευαν τη φοράδα μόνη της στο κάρο, που γι’ αυτό λέγεται και μονό
(μονόκαρο). Ήταν μικρότερο, ελαφρότερο πιο κομψό και όμορφο. Τούτο το κάρο
γινόταν ιδιαίτερα όμορφο όταν τη φοράδα τη συνόδευε το μικρό της αλογάκι που
ακολουθούσε πότε χοροπηδώντας πότε κουρασμένο από το μακρινό δρόμο. Από το
αλογάκι εξαρτιόταν και η γρηγοράδα του κάρου. Όταν αυτό παίζοντας έτρεχε
μπροστά από το κάρο, τότε και η φοράδα βιαζόταν για να το φτάσει. Όταν
τεμπέλιαζε κι έμενε πίσω, πήγαινε αργά και η φοράδα, γιατί το περίμενε.
Εκτός
από τις συνηθισμένες εργασίες, τις καθαρά αγροτικές, τα άλογα χρησιμοποιούνταν
και σε κοινωνικές εκδηλώσεις. Ήταν περιζήτητα. Θεωρούνταν σχεδόν πολυτέλεια να
χρησιμοποιούνται στους γάμους. Το μεγάλο κάρο, το «διπλό κάρο», στο οποίο
ζεύονταν δυο άλογα, κυρίως αρσενικά, έπαιζε το ρόλο της άμαξας στην πόλη ή της
γαμπριάτικης κούρσας σήμερα. Τα άλογα λοιπόν πήγαιναν τους νεόνυμφους στην
εκκλησία και μετά στο σπίτι του γαμπρού. Έκαναν και μεγαλύτερες «κούρσες», όταν
ο γάμος γινόταν σε άλλο χωριό και μάλιστα μακρινό. Τα δυο άσπρα μαντίλια στα
χαλινάρια των αλόγων που ανέμιζαν με τη γρήγορη κίνηση του κάρου, οι λίγες
μαντζουράνες στα φάλαρα, ο καλοντυμένος ηνίοχος (καροτσέρης) που ήταν και
μπράτιμος πολλές φορές, τα όμορφα νιόγαμπρα, όλα αυτά έκαναν πιο όμορφα, πιο
επιβλητικά και περήφανα τα άλογα.
Αλλά και χωρίς κάρο τα χρησιμοποιούσαν στο
γάμο οι ιδιοκτήτες τους. Όταν τους έβαζαν μπρατίμια στους γάμους, πήγαιναν το
κανάτι στο σπίτι της νύφης (σε άλλο χωριό) πιο γρήγορα απ’ όλους, πολύ
γρηγορότερα κι από τα μπρατίμια που είχαν ποδήλατο. Πήγαιναν τα σκαρίκια.
Θυμάμαι, ο Κώστας ο Μαλακασιώτης ήταν ο πιο γρήγορος σκαριάτης. Κανένας δεν τον
«διάβαινε». Κι ο Κώστας Βαγγέλη
Σταμούλης καλός ήταν. Και πολλοί άλλοι ήταν καλοί σκαριάτες.
Στο
πανηγύρι το Δεκαπενταύγουστο όσοι πήγαιναν στην Παναγία με τα κάρα ήταν τυχεροί
και ζηλευτοί απ’ όλους. Πολλοί πάλι είχαν μεράκι και καμάρι να καβαλικεύουν τα
άλογά τους. Τέτοιοι περήφανοι καβαλάρηδες γνωστοί στο χωριό ήταν οι εξής: ο
Σωτήρης Τσιμπώνης, ο Θανασάκης Τσιμπώνης, ο Νίκος Βότσιος, ο Βησσάρης Βότσιος,
ο Βαγγέλης Ψύχος, ο Γιώργος Πράτας, ο Θανάσης Πράτας, ο Αντώνης Τσιγάρας, ο
Στέργιος Βότσιος, ο Σωτήρης Καλούσιος, ο Γιώργος Αθαν. Τσιγάρας, ο Κώστας κι ο
Νικόλας Μαλακασιώτης, ο Κώτσιος και Γιώργος Βαγγελός. Αλλά και παλιότεροι: ο
Χρήστος Πράτας, ο Κώστας Βότσιος, ο Βαγγέλης Σταμούλης, ο Γιάννης Παζαράς, ο
Θόδωρος Σκρέκας, ο Στέφος Ηλία Σταμούλης, ο Νικόλας Τζήμας, ο Βασίλης Ψύχος, ο
Σωτήρης Ανδρέου κ.α. Οι εικόνες αυτές είναι χαραγμένες βαθιά στη μνήμη εμάς των
μεγαλυτέρων.
Για
όλες αυτές τις υπηρεσίες που παρείχαν τα άλογα στο νοικοκύρη τους τύχαιναν και
ιδιαίτερης φροντίδας. Φροντίδα στο σταύλο: καλή τροφή, καθαριότητα, εξασφάλιση
ζέστας το χειμώνα ή δροσιάς το καλοκαίρι. Φροντίδα για πλούσια ελεύθερη βοσκή
το καλοκαίρι. Προσοχή μην κουραστούν πολύ, να μην ιδρώσουν. Αλλά και την
ομορφιά των αλόγων πρόσεχαν πολύ τα αφεντικά τους: καθάριζαν το τρίχωμά τους με ειδική ξύστρα – βούρτσα (το λεγόμενο «ξτρί»). Τώρα ήταν έτοιμα για να τα
χαϊδέψουν όλοι στο σπίτι, μικροί και μεγάλοι.
Όλα τα μέλη της οικογένειας τα
αγαπούσαν, τα καμάρωναν και τα χαίρονταν. Όλα τα μέλη λυπούνταν όταν
αρρώσταιναν, πέθαιναν ή τα πωλούσαν, ιδίως τα πουλαράκια τους. Γενικώς τα
θεωρούσαν στενά δεμένα με τη ζωή τους. Συχνά τους έδιναν ονόματα ανάλογα με το
χρώμα τους: Ντορής, Ψαρρής, Γρίβας,
Καρράς, Μπάλιος, Γκέσσα, Γκαραβέλτς ή κύρια ονόματα: Λόλα, Κίτσιος ή από την ηλικία και το φύλο τους: πλαράκι, πλαρί, πλάρι, πλάρα, φοράδα, άλογο.
Τους έβαζαν στα «γκιστέκια» για να
μάθουν περήφανη περπατησιά, τους έβαζαν καινούργια και όμορφα «φάλαρα», κούρευαν τη χαίτη τους και την
ουρά τους να ομορφύνουν λίγο, έβαζαν χάντρες στα καπίστρια τους, τους καλίγωναν
με πέταλα να κάνουν ηχηρό «τροκ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου