Του
Δημήτρη Γ. Καραθανάση
Φοιτητή Φιλοσοφικής Σχολής
Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Η έννοια της ελευθερίας έχει απασχολήσει κατά καιρούς
πολλούς στοχαστές, με τον κάθε ένα από αυτούς να διαμορφώνει την δική του
γνώμη. Υπάρχουν μορφές ελευθερίας που ο άνθρωπος τις έχει είτε στην φυσική κατάσταση,
δηλαδή στη φύση, είτε στην κοινωνία. Για παράδειγμα ο άνθρωπος στην φυσική
κατάσταση είναι ελεύθερος από κάθε μορφή πολιτικής εξουσίας και δεν βρίσκεται
κάτω από τον έλεγχο κανενός αφού στην φύση δεν υπάρχει καμιά κυβέρνηση.
Αντίθετα στις οργανωμένες κοινωνίες ο άνθρωπος βρίσκεται κάτω από την πολιτική
εξουσία μέσω των νόμων και των κανόνων, έχει δηλαδή μια περιορισμένη ελευθερία.
Στην φυσική κατάσταση ο άνθρωπος δεν έχει ανάγκες, αφού ότι χρειάζεται μπορεί
να του το παρέχει η φύση, και αυτά που χρειάζεται ένας άνθρωπος της φύσης δεν
είναι τόσα πολλά όσα είναι στην κοινωνία.
Στην κοινωνία υπάρχει εξάρτηση του
ανθρώπου από άλλους ανθρώπους, και αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι άνθρωποι να
χάνουν την αυτονομία τους.
Η ιστορία της απώλειας της ελευθερίας του ανθρώπου ξεκίνησε
αμέσως μόλις εισήλθε στην πολιτισμένη κοινωνία. Μέσα στην κοινωνία
δημιουργείται μια κοινωνική σκλαβιά, αφού ο κάθε ένας από εμάς είναι «σκλάβος»
κάποιου άλλου και οι άλλοι είναι «σκλάβοι» άλλων με λίγα λόγια υπάρχει μια
αλυσίδα αλληλεξάρτησης. Αυτή προήλθε από την στιγμή που ο άνθρωπος προσπάθησε
να κάνει τον εαυτό να δείχνει ο καλύτερος από όλους, να τον συγκρίνει με τους
άλλους και να επιθυμεί να υπερτερεί.
Οι
πλούσιοι νομίζουν ότι είναι ελεύθεροι, αφού θεωρούν ότι με το χρήμα μπορούν να
αποκτήσουν τα πάντα ενώ στην ουσία είναι πιο υποδουλωμένοι στα πάθη τους και στην
γνώμη των άλλων. Βέβαια ούτε οι φτωχοί είναι ελεύθεροι αφού είναι δούλοι των
πλουσίων.
Κλείνοντας σε αυτό το σημείο θα ήθελα να χρησιμοποιήσω ένα απόσπασμα από
το βιβλίο του Henry D. Thoreau «Η ζωή στο δάσος» που επιχειρεί με τον δικό
του τρόπο να αποδώσει την έννοια της ελευθερίας. …« Γυρίζω μέσα στη φύση με μια παράξενη ελευθερία και είμαι ένα κομμάτι
της. Περπατώ στην όχθη της λίμνης, πάνω στις πέτρες, ντυμένος μονάχα με το
πουκάμισο. Είναι συννεφιά, φυσάει αέρας και κάνει ψύχρα και τίποτα δε βλέπω το
εξαιρετικό που να με τραβάει ιδιαίτερα. Όμως νιώθω όλα τα στοιχεία της φύσης να
είναι φίλοι μου όπως ποτέ άλλοτε. Οι βάτραχοι φωνάζουνε δυνατά, αναγγέλλοντας
πως έρχεται η νύχτα, και από μακριά ακούονται τα νυχτοπούλια. Το σκούξιμό τους
το φέρνει ο αέρας που ρυτιδώνει τα νερά της λίμνης. Η συμπάθεια που νιώθω για
τα φύλλα των δέντρων μου κόβει σχεδόν την αναπνοή. Όμως, όπως τα νερά της
λίμνης, έτσι κι η δική μου γαλήνη είναι ρυτιδωμένη, όχι ταραγμένη. Αυτά τα
μικρά κυματάκια που σηκώνει ο αέρας είναι τόσο μακριά από την τρικυμία, όσο και
η λεία επιφάνεια της λίμνης που καθρεφτίζει τα πάντα. Αν και έχει πια
σκοτεινιάσει, ο αέρας ακόμα φυσάει και μουγκρίζει στο δάσος, τα κύματα ακόμα
τρέχουν το ένα πίσω απ’ το άλλο, και μερικά πλάσματα νανουρίζουν τα άλλα με το
τραγούδι τους. Η ανάπαυση δεν είναι ποτέ απόλυτη. Τα άγρια ζώα δεν αναπαύονται
τώρα. Ζητούνε την τροφή τους. Η αλεπού, το κουνάβι, ο λαγός, τέτοια ώρα
τρέχουνε στα χωράφια και στα δάση χωρίς φόβο. Είναι οι νυχτοφύλακες της Φύσης,
οι κρίκοι που ενώνουν τις μέρες»…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου