Χαίρετε πιστοί μου φίλοι
να’ μαι που σας ήλθα πάλιν
Εν όσω ζήση η ζωή μας κ’ η
αγάπη μας να ζη
Κι’ όλοι μας αγαπημένοι
εις του χρόνου την αγκάλην
Τον παράν αγκαλιασμένοι ν’
αποθάνωμεν μαζί
Κρίμα πώρχεται ο χάρων με
το φοβερό δρεπάνι
Και μας κόβει κάθε σχέσιν
από τον γλυκό παράν!
Κρίμα, του παρά το κράτος
εις τον άδην που δεν φθάνει
Να ‘χωμεν κ’ εκεί την
γλύκα του παρά και την χαράν
Αχ! Βρε καϋμένε κόσμε ο
παράς είν’ η ισχύς σου
Κι ο μισός πάντα χορτάνεις
κι ο μισός πάντα πεινάς
Αφού είσαι τέτοιος, είναι
περιττή η ύπαρξίς σου
Ύπαγε ‘ς τας αιωνίους όλος
διά μιας σκηνάς
Εις τα σπίτια των οι
Κροίσοι δίκην φοβερών θηρίων
Εις πολυτελείς τραπέζας
τρώγουν, παίζουν και ροφούν
Και καγχάζοντες εμπαίζουν
τον χειμώνα και το κρύον
Κ’ οι πτωχοί, γυμνοί ‘ς
τους δρόμους απ’ την πείνα τους ψοφούν
Ω Θεέ μου δεν κοιτάζεις
από τ’ ουρανού τον θόλον
Τον αχρείον τούτον κόσμον
να τον δεις με μια ματιά
Πρέπει να τον διορθώσεις ή
να τον αλλάξης όλον
Ή να τον αποτεφρώσης μια
στιγμή με την φωτιά
Αν δεν ξεύρεις να τον
κάμης όπως θέλει η ψυχή μου
‘Συ που έχεις τόσην πείραν
κ’ είσαι τόσον παλαιός
Έλα ‘συ δυο μήνας κάτω εις
την θέσι την δική μου
Ν’ ανεβώ κ’ εγώ δυο μήνας
εις την θέσιν σου θεός
Εις το άπειρον να χύσω
άφθονον βαρύν αέρα
Και η γη μές ‘ς τον αέρα
όταν τρέχη με ορμήν
Από πάνω της να φύγη και η
βαρυτέρα λέρα
Να καθαρισθή απ’ όλα τα
κακά σε μιαν στιγμήν
Να καθαρισθή να γίνη σαν
καθρέπτης ο φλοιός της
Κι όταν σχίζη τον αέρα με
oρμήν εκπληκτικήν
Να ακούεται εις όλον τ’
αχανές ο συριγμός της
Να θαρρούν οι άλλοι κόσμοι
ότι παίζει μουσικήν
Αδιάφορον ο χρόνος
μεγαλύτερος αν γίνη
αδιάφορον οι μέρες πιο
μεγάλες αν γινούν
αρκεί πλούσιος επάνω εις
την γην ουδείς να μείνη
και πτωχοί γυμνοί ‘ς τους
δρόμους να μην μείνουν να πεινούν
Τότε από του απείρου να
σηκώσω τον αέρα
Και να κάμω όπως θέλω κι
όπως σκέπτομαι εγώ
Εις την γην καινούργιον
κόσμον και καινούργιαν ατμοσφαίραν
Όπου να μην κάμνη κρύον
τον χειμώναν να ριγώ
Ή ‘ς το άπειρον εις σκόνιν
την γην όλη να σκορπίσω
Κι αδιάφορον το Σύμπαν απ’
αυτήν αν μολυνθή
Αδιάφορον δυο μήνες άδοξος
θεός αν ζήσω
Αρκεί μόνον του ανθρώπου
το στοιχείον να χαθή
Τότε ύλην να συλλέξω μετά
προσοχής μεγίστης
Από μέσ’ από το βάθος του
απείρου καθαράν
Να ζυμώσω νέαν πάσταν και
ποιότητος πρωτίστης
Και να κάμω γην
καινούργιαν εις της πρώτης την σειράν
Και αφού ψηθή κι αρχίση να
σκληρύνετ’ ο φλοιός της
Και των ζώων της αρχίση
την κατά βαθμούς, σειράν
Να την κάμω να γνωρίση
ποίος είναι ο θεός της
Να προσέχη μήπως κάμη
άνθρωπον καμμιάν φοράν
Ζώον τέλειον να γίνει εις
αυτήν και τελευταίον
Ο γαϊδαρος ‘που είναι
ήσυχος και ταπεινός
Κι αντί κόσμος θηριώδης
καθώς πριν να είναι πλέον
Εις την γην μου την
καινούργια κόσμος γαϊδουρινός
Όταν θεν να παραστήσουν οι
γαδάροι τον θεόν τους
Κι όταν θεν να τον
δοξάζουν με γαδουρινήν φωνήν
Να με ζωγραφίζουν όλοι σαν
το μούτρο το δικόν τους
Και να έχω ‘ς τους δυο
μήνας δόξαν γαϊδουρινήν.
Ποίηση: Βασίλης Μιχαηλίδης