Του
Ηλία Κεφάλα
Σὲ
βλέπω ποὺ μὲ πλησιάζεις θαυμάζοντας
Τὶς ἀντοχές μου – ὅμως ἐγὼ
Εἶχα γεράσει ἤδη προτοῦ νὰ γεννηθεῖς
Καὶ τώρα οἱ ρίζες μου παλεύουν στὸν ἀέρα
Ζητώντας ἀπὸ κάπου νὰ πιαστοῦν – τί χάος
Στὴν κουφάλα μου κατοικεῖ τὸ φεγγάρι
Κι ὁ κισσός ποὺ ἀκόμα σκαρφαλώνει
Μοῦ εἶναι ἕνα βάρος κρίσιμο
Μὴ φταρνιστεῖς – ἡ κάθε αἰφνίδια πνοὴ μὲ ταράζει
Και ὁ ἐφιάλτης τῆς τσεκουριᾶς
Μὲ δυναστεύει συνεχῶς στὸν ὕπνο
Ἔλα λοιπὸν στὴν χιλιοτρυπημένη μοναξιά μου
Καὶ μάθε πὼς οἱ γύρω μας ὅλοι
Ἀσυναίσθητα ἀραιώνουν
Ὅταν ὁ θάνατος μᾶς πλευρίζει σιγανὰ
Τὶς ἀντοχές μου – ὅμως ἐγὼ
Εἶχα γεράσει ἤδη προτοῦ νὰ γεννηθεῖς
Καὶ τώρα οἱ ρίζες μου παλεύουν στὸν ἀέρα
Ζητώντας ἀπὸ κάπου νὰ πιαστοῦν – τί χάος
Στὴν κουφάλα μου κατοικεῖ τὸ φεγγάρι
Κι ὁ κισσός ποὺ ἀκόμα σκαρφαλώνει
Μοῦ εἶναι ἕνα βάρος κρίσιμο
Μὴ φταρνιστεῖς – ἡ κάθε αἰφνίδια πνοὴ μὲ ταράζει
Και ὁ ἐφιάλτης τῆς τσεκουριᾶς
Μὲ δυναστεύει συνεχῶς στὸν ὕπνο
Ἔλα λοιπὸν στὴν χιλιοτρυπημένη μοναξιά μου
Καὶ μάθε πὼς οἱ γύρω μας ὅλοι
Ἀσυναίσθητα ἀραιώνουν
Ὅταν ὁ θάνατος μᾶς πλευρίζει σιγανὰ
(Στὴν
φωτογραφία: πλατάνι στὸν Νερόμυλο Πύλης)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου