του Αποστόλη Κουρσοβίτη
Τα μεσημέρια τ’ Αυγούστου τα περνούσαμε στην τουλούμπα του Σπυρόπουλου.Η τουλούμπα, για όσους αγνοούν τον όρο, είναι οι αντλίες νερού που διαδέχθηκαν τους κουβάδες των πηγαδιών. Στο μέσον του χωριού κάτω από τις υψηλόσωμες λεύκες και ανάμεσα σε μια μικρή συντροφιά από φουντωτές ακακίες ήταν στυλωμένη μια επιβλητική τουλούμπα με τη στέρνα της. Η στέρνα ή κοπάνα, είχε σχήμα παραλληλόγραμμο και ήταν η μεγαλύτερη του χωριού. Σε αυτήν την στέρνα νοιώσαμε για πρώτη φορά ότι, πολλά χρόνια αργότερα, στη μπανιέρα όπως τη γνωρίζουμε σήμερα. Τσαλαβουτούσαμε ώρες μέχρι κάποια αγελάδα να διακόψει το παιχνίδι μας με την ακατανίκητη επιθυμία να ρουφήξει το νερό της στέρνας σε λίγα δευτερόλεπτα. Κι αν δεν της έφτανε, μας εκλιπαρούσε με τα μεγάλα της μάτια να αντλήσουμε κι άλλο νερό μέχρι να χορτάσει και ευχαριστώντας μας μ’ ένα «Μουουου !!!!» έπαιρνε το δρόμο για το κοπάδι…Πάνω σ’ εκείνες τις λεύκες και ακακίες, φτιάχναμε κάθε χρόνο δεντρόσπιτα. Κουρνιάζαμε σαν τα πουλιά και με επιδέξιες κινήσεις όπως ο Ταρζάν, πηδούσαμε από δέντρο σε δέντρο. Η Τουλούμπα του Σπυρόπουλου δεν είχε…ηλικία. Έφερε το όνομα του νοικοκύρη της του Μπάρμπα Σπύρου. Τότε δεν υπήρχαν συρματοπλέγματα στα νοικοκυριά και όλοι οι αυλόγυροι ήσαν ένα ! Κάθε σπίτι με την αυλή του ήταν «ανοιχτό» στον καθένα. Παίζαμε ασταμάτητα διαπερνώντας τα σπίτια, τους αχυρώνες τα μαγειριά…όπως το βελόνι με την κλωστή κι όταν πέφταμε σε καμιά λιχουδιά, παίρναμε και το κολατσιό μας…
Τις Κυριακές, μετά την εκκλησία οι «Μεγάλοι» θα ψάρευαν. Σάρωναν τις όχθες με τα κοφίνια και έβγαζαν ψαριές που θα ζήλευαν και οι Θαλασσινοί ! Κέφαλοι, μυλωνάδες, μπριάνες…μέχρι και χέλια έβγαζαν τα επιδέξια χέρια των «μεγάλων» ! Εμείς τα ξυπολυτάκια εκτελούσαμε χρέη «ανταποκριτού». Δηλαδή, κάθε Άντρας επέλεγε τον πιτσιρικά που θα μαζεύει στην όχθη τα ψάρια.
Σκαρφαλώναμε στα στιβαρά κλαδιά και βουτούσαμε στα βαθύτερα σημεία του ποταμιού που αποκαλούσαμε «βαράνια». Ο γενναιότερος θα επέλεγε το υψηλότερο σημείο του δέντρου για να επιτύχει εκτός από τον θαυμασμό μας και μεγαλύτερη διείσδυση στα ανεξερεύνητα και σκοτεινά νερά του Βαρανιού. Από θαύμα δεν είχαμε στην παρέα μας ατυχήματα ακόμη και πνιγμούς όπως σε πολλά χωριά του κάμπου κυρίως πέριξ του Πηνειού που ήταν απείρως μεγαλύτερο και βαθύτερο ποτάμι από το δικό μας.
Το ποταμάκι κυλούσε ήσυχα, και με υπομονή μετρούσε, βάλε πόσους χρόνους, ημέρες…
Τα δροσερά νερά θα έφταναν μέχρι τη θάλασσα. Τη θάλασσα, πολλοί από εμάς, δεν την είχαμε ακόμη γνωρίσει. Την πρώτη φορά που την αντίκρισα θα την θυμάμαι μέχρι να πεθάνω. Στα πόδια του Κισσάβου ανάμεσα σε ρεματιές, πλατάνια, καστανιές…"φύτρωσε" την εποχή εκείνη, ο πιο σταθερός προορισμός... το «Κόκκινο νερό».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου