Μια φορά κι έναν καιρό,
Στα παλιά τα χρόνια, στο Βαλτινό δεν υπήρχε κανένας καλός και όμορφος
άνθρωπος. Και οι άνδρες και οι γυναίκες, εμφανισιακά, ήτανε άσχημοι, ξερακιανοί και μαυριδεροί, αλλά και ψυχικά κακοί και άσπλαχνοι.
Ασχολούνταν δε με την γεωργία και την
κτηνοτροφία.
Ένα βράδυ με φεγγάρι, ένας τσοπάνος εκεί που φύλαγε τα
πρόβατα κοντά στο ποτάμι άκουσε ξαφνικά τραγούδια και είδε να χορεύουν κάτι
πεντάμορφες γυναίκες.
Πλησίασε κρυφά όσο μπορούσε και κρύφτηκε πίσω από ένα δένδρο
με σκοπό να ακούσει και να δει αυτές τις γυναίκες που τραγουδούσαν και χόρευαν
πανέμορφα.
Οι γυναίκες, που δεν ήταν άλλες από τις νεράιδες των
ποταμών, είχαν πλύνει και είχαν αφήσει τα μαντήλια τους επάνω σε κάτι θάμνους
λυγαριάς για να στεγνώσουν και το ΄χανε ρίξει στο χορό και στο γλέντι.
Ο τσοπάνος θαμπωμένος από την ομορφιά τους, βρίσκει την
ευκαιρία και κρυφά πάει και παίρνει ένα μαντίλι.
Όταν τέλειωσαν το γλέντι τους οι νεράιδες, μία - μία πήγαιναν
έπαιρναν το μαντίλι τους και εξαφανίζονταν, γίνονταν αερικά.
Όμως μία από αυτές δεν βρήκε το μαντίλι της και δεν μπορούσε
να γίνει αερικό, δεν μπορούσε να εξαφανιστεί, γιατί η μαγική δύναμή της ήταν στο
μαντίλι.
Άρχισε τότε να ψάχνει απελπισμένη και να κλαίει με λυγμούς.
Την πλησίασε τότε ο τσοπάνος και της είπε, ότι αυτός είχε πάρει
το μαντίλι της, αλλά δεν θα της το έδινε γιατί ήθελε να την κάνει γυναίκα του.
Η νεράιδα μάταια τον παρακάλεσε να της δώσει πίσω το μαντίλι
της και στο τέλος υπέκυψε και αναγκάστηκε να τον παντρευτεί.
Έτσι η νεράιδα παντρεύτηκε με τον άσχημο και κακό τσοπάνο, έκαναν
οικογένεια και γέννησαν ωστόσο, πανέμορφα και καλά παιδιά.
Τα χρόνια περνούσαν, ήρεμα κι ευτυχισμένα για την οικογένεια
στο χωριό. Τα παιδιά μεγάλωσαν, παντρεύτηκαν, έκαναν οικογένειες…
Μια μέρα στο πανηγύρι του χωριού, εκεί όπου είχε στηθεί ο
χορός, και το γλέντι είχε κορυφωθεί, η νεράιδα ζήλεψε και ζήτησε από τον άντρα
της να της δώσει το μαντίλι για να χορέψει στο χορό.
-Δώσε μου το μαντίλι, του είπε, νοστάλγησα θέλω να χορέψω,
δεν πρόκειται να φύγω τώρα πια έχουμε οικογένεια.
Ο άντρας της την λυπήθηκε και της έδωσε το μαντίλι της για
να χορέψει.
Μπήκε λοιπόν η νεράιδα πρώτη στο χορό και εκεί, στη δεύτερη
στροφή άρχισε να τους χαιρετά όλους και να εξανεμίζεται σιγά σιγά ώσπου
εξαφανίστηκε τελείως.
Έμεινε όμως πίσω πικραμένος ο άντρας της και τα παιδιά της.
Από τότε άρχισαν, οι απόγονοί τους στο Βαλτινό, να γεννιούνται και να είναι όλοι πανέμορφοι και καλοί άνθρωποι!
Το παραμύθι αυτό μας το αφηγήθηκε, συγκινημένος, ο συγχωριανός Κώστας Απόχας.