Τότε
που δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα στα χωριά μας, ο φωτισμός των σπιτιών γινόταν με
λάμπες πετρελαίου, αυτές με το φυτίλι και το λαμπόγυαλο.
Η
λάμπα πετρελαίου ήταν συνήθως αναρτημένη στον τοίχο του δωματίου, στηριγμένη σε καρφί,
από την μεταλλική λαβή της. Αποτελούνταν από μια κυλινδρική γυάλινη βάση -
δοχείο όπου περιείχε πετρέλαιο. Στην κορυφή της βάσης ήταν προσαρμοσμένος ένας
μεταλλικός μηχανισμός διαχείρισης του φυτιλιού, ενώ πάνω στον ίδιο αυτόν
μηχανισμό στηρίζονταν και το λαμπόγυαλο. Η μία άκρη του φυτιλιού ξεκινούσε από
το στόμιο του μηχανισμού διαχείρισής του και η άλλη κατέληγε βυθισμένη στο
πετρέλαιο της βάσης. Η ρύθμιση (αυξομείωση της έντασης) του φωτός, γινόταν με
το χειρισμό μιας ροδέλας με την οποία μετακινούνταν το φυτίλι, πάνω – κάτω.
Η
λάμπα λειτουργούσε συνήθως με κατεβασμένο το φυτίλι και τη φλόγα χαμηλωμένη για
να μην καίει πολύ πετρέλαιο, αλλά και διότι υπήρχε ο κίνδυνος με την αύξηση της
φλόγας να σπάσει το λαμπόγυαλο από την υψηλή θερμοκρασία.
Η
λάμπα αυτή, αν και δεν εξασφάλιζε επαρκή φωτισμό στο εσωτερικό του σπιτιού,
κατείχε ωστόσο εξέχουσα θέση στον παραδοσιακό υλικό και πνευματικό βίο του
τόπου.
Στο
ασθενικό φως της λάμπας, ειπώθηκαν χιλιάδες ιστορίες και πάμπολλα παραμύθια στα
παιδιά! Συντροφιά μ’ αυτήν την λάμπα γίνονταν τ’ ατέλειωτα νυχτέρια! Στο φως
της κεντήθηκαν, πλέχτηκαν, γνέθηκαν και δημιουργήθηκαν οι προίκες των
κοριτσιών! Κάτω από το λιγοστό φως της έγραψαν, διάβαζαν, μελέτησαν και μορφώθηκαν γενεές
επί γενεών!
Πόσες φορές κάτω από το φτωχό φως της λάμπας πετρελαίου δεν γεννήθηκαν σκέψεις, που φώτισαν σαν ήλιοι, και πόσες φορές κάτω από το πλούσιο φως ενός ήλιου δεν γεννήθηκαν σκέψεις που φώτισαν σαν το φτωχό φως της λάμπας!
Πόσα όνειρα, και προσδοκίες δεν σμιλεύτηκαν στο τρεμουλιαστό φως της λάμπας, και πόσες ματαιώσεις δεν αναπλαισιώθηκαν διατηρώντας την ελπίδα!
Κάθε
ικμάδα της συνείδησης σκιαμαχούσε στην απέραντη, αχανή κι ανεξερεύνητη νυχτερινή
επικράτεια!
Κι εμείς τα παιδιά τότε, ως ηττημένοι νικητές, πέφταμε πρώτα για ύπνο κι ώσπου να πέσουν κι οι μεγάλοι, τα μάτια μας κυνηγούσαν τις σκιές που γένναγε το φως της λάμπας πάνω στους τοίχους και στο ταβάνι... Και με την αίσθηση της μυρωδιάς του πετρελαίου... γέρναμε στην αγκαλιά του Μορφέα και μας έπαιρνε γλυκά- γλυκά ο ύπνος, μέχρι να μας εύρη το γλυκοχάραμα του ήλιου.
Δημήτρης
Τσιγάρας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου