Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2024

Η οβίδα όλμου

 

Ο πόλεμος, εκτός από τους σκοτωμένους, τους σακάτηδες, τα καμένα χωριά και τους άστεγους, άφησε πίσω του διάσπαρτα παντού πολεμοφόδια, που γίνονταν παιχνίδι επικίνδυνο στα χέρια μας.

Ένα απόγευμα κοπροσκυλιάζαμε στην ακροποταμιά, κάτω από το γιοφύρι με τον Στέλιο και τον Βασίλη, όταν την είδα πρώτος:

- Παιδιά, μια οβίδα όλμου, πάμε να φύγουμε!

- Άδεια είναι, ρε ζωντόβολο! λέει ο Στέλιος, που ήταν και πιο θαρρετός.

Και πριν προλάβουμε να αντιδράσουμε την αρπάζει και την πετάει σε μία μεγάλη πέτρα.

Τίποτα δεν έγινε.

Αναθαρρήσαμε. Πάμε κοντά, την πιάνουμε, την περιεργαζόμαστε: το μεταλλικό κορμό, τα μολυβένια φτερά.

- Αυτή είναι γεμάτη ελατήρια. Αν την ανοίξουμε, έχουμε να βγάλουμε πράγματα, λέει ο Στέλιος.

-Κι αν σκάσει;

- Τι να σκάσει, ρε βλάκα, αφού είναι σκασμένη.

Στρωθήκαμε σε ένα βραχάκι και αρχίσαμε δουλειά. Ένας κρατούσε και οι άλλοι δύο χτυπούσαμε με μια πέτρα - πότε ο ένας, πότε ο άλλος.

Σπάσαμε τα μολυβένια φτερά, αλλά το υπόλοιπο αντιστεκόταν. Η ώρα περνούσε, αρχίσαμε να κρυώνουμε.

- Δεν φεύγουμε; πρότεινα.

- Κι αυτό τι θα το κάνουμε; ρωτάει ο Βασίλης.

- Θα το πάρω εγώ, να το ανοίξω με τη βαριά στο σπίτι, λέει ο Στέλιος.

Ήταν μεγαλύτερος μας, δυνατότερος – είχε και τη βαριά.

-Θα μας δώσει και μας ό,τι έχει μέσα;

- Να δούμε πρώτα τι έχει...

Φύγαμε.

Δεν είχαμε καλά καλά φτάσει στα σπίτια μας, όταν ακούγεται ένα φοβερό «μπαμ» που συγκλόνισε το χωριό.

Αναστάτωση. Τι έγινε; Έπειτα από κάμποση ώρα μάθαμε.

Παίρνοντας ο Στέλιος στην οβίδα, πήγε κατευθείαν στο μαγαζάκι του Λευτέρη που πουλούσε διάφορα εργαλεία για μαστόρους. Πέρασε στο εσωτερικό του, χωρίς να προσέξει ο Λευτέρης, άρπαξε μία βαριά που ήταν εκεί και ρίχτηκε στην οβίδα.

Τον γνώρισαν από το κόκκινο πουλόβερ που φορούσε. Πάει κι ο Λευτέρης από τα αέρια. Για μέρες δεν μιλιόμουνα.

 

Του Δημήτρη Γκιώνη

επικοινωνιστε μαζι μας