Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2024

Από την οδό Ηπείρου στην οδό Στ. Σαράφη

 

Η φωτογραφία της τότε οδού Ηπείρου που δημοσιεύθηκε στην περιοδική έκδοση «Ο Γύρος της Ελλάδος» της Αθηναϊκής εφημερίδας «Ακρόπολις», στο τεύχος του Μαρτίου 1936, μαζί με άλλες εικόνες και ενδιαφέροντα κείμενα για τα Τρίκαλα και τα Μετέωρα.

Στην συγκεκριμένη οδό που ήταν από τις κεντρικότερες της πόλης τότε, η μόνη οικοδομή που παραμένει και σήμερα αλώβητη είναι το διατηρητέο αρχοντικό του Ζουρνατζή. Αντίθετα ο Ναός του Αγίου Νικολάου στο βάθος, που υπέστη σοβαρές ζημιές από τον γερμανικό βομβαρδισμό του 1941, ανακατασκευάστηκε και αλλοιώθηκε μερικώς.

Αλλά και η ονομασία της συγκεκριμένης οδού είχε τις δικές της… περιπέτειες. Όπως προαναφέραμε αρχικώς ονομάζονταν οδός «Ηπείρου». Μετά τους νικηφόρους πολέμους 1912-13 μετονομάστηκε σε οδό «Βασιλέως Κωνσταντίνου». Σχετικά πρόσφατα (την δεκαετία του 1990) μετονομάστηκε τελικά σε οδό «Στρατηγού Στέφανου Σαράφη». Δεν έπαψε όμως ποτέ να αποτελεί βασική οδική αρτηρία της πόλης των Τρικάλων.

Από το αρχείο του Σωτήρη Κύρμπα

Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2024

Εγγραφές για τα μαθήματα Ελληνικών παραδοσιακών χορών

 

Ο Εκπολιτιστικός Σύλλογος Βαλτινού, υπηρετώντας έναν από τους κύριους στόχους του, αυτόν της διατήρησης και της διάδοσης της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς, οργανώνει μαθήματα ελληνικού παραδοσιακού χορού για όλες τις ηλικίες.

Έτσι για φέτος, ανακοινώθηκε η έναρξη των εγγραφών για τα μαθήματα χορευτικών τμημάτων για την νέα χορευτική περίοδο.

Συγκεκριμένα, την Κυριακή -6- Οκτωβρίου 2024 και ώρα 16:00, στο αμφιθέατρο του Λυκείου Βαλτινού θα γίνουν οι εγγραφές. Παρακαλούνται όσοι επιθυμούν να εγγραφούν να προσέλθουν για την εγγραφή τους, ώστε να συσταθούν τα αντίστοιχα  νέα χορευτικά τμήματα Παιδικό - Εφηβικό - Ενηλίκων και να αρχίσουν τα μαθήματα.


Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2024

«Έφτασαν τα κόκκινα και τα κατακόκκινα» (Ιστορίες του χωριού)

 

Ένας συγχωριανός μας θα πήγαινε εμπόρευμα στα Τρίκαλα. Είχε καλή σοδειά αυτή τη χρονιά και οι προσδοκίες του, ήταν πολύ μεγάλες. Γυρίζει και λέει στη γυναίκα του πριν φύγει: «Αν καλό-πουλήσω το εμπόρευμα γυναίκα, θα σου αγοράσω εκείνο το κόκκινο φουστάνι που μου ζητάς τόσο καιρό και που δεν κατάφερα ακόμη να σου κάνω τη χάρη».

Χάρηκε η γυναίκα, του είπε μάλιστα να το κρατάει στο χέρι, όταν θα ξεκαμπίσει από το Βαρμπόπη και προς τα πάνω, γιατί θα αγνάντευε από το μπαλκόνι της, που είχε θέα όλο τον κάμπο. Θα έβλεπε το ευδιάκριτο από μακριά κόκκινο χρώμα και θα μάθαινε μια ώρα αρχύτερα, αν όλα πήγαν καλά. 

Όλη μέρα η γυναίκα δεν είχε τίποτε άλλο στο μυαλό της, παρά μόνον το τάξιμο. Είχε χρόνια να αγοράσει καινούριο φουστάνι. Αμ’ και ο άνδρας της; να θυμηθεί το φουστάνι που του ζήτησε κάποτε και μάλιστα να είναι κόκκινο; Ένοιωσε ξαφνικά τύψεις, για όλες τις φορές που αισθάνθηκε θυμό και οργή μέσα της για εκείνον: να όπως τότε, που ενώ δουλεύανε όλη μέρα στα χωράφια μαζί, στην επιστροφή αυτός ήταν καβάλα στο γάιδαρο -όπως γινόταν πάντα βέβαια- και αυτή με τα πόδια, ενώ του είχε πει ότι εκείνο το βράδυ ένιωθε ιδιαίτερα εξαντλημένη και κουρασμένη και ούτε που γύριζε να της πει να μοιράσουνε τουλάχιστον τη διαδρομή. Ή άλλες φορές, όταν γυρίζανε στο σπίτι και έβρισκε τα παιδιά νυσταγμένα και νηστικά και έπρεπε να τα φροντίσουν μαζί, αυτός έπαιρνε το καπελάκι του και βουρ για το καφενείο. «Χαλάλι του», είπε μέσα της και με υπολογίζει και με σκέφτεται! Τα ξέχασε όλα μονομιάς και γύρισε το νου της στο κόκκινο φουστάνι. Ούτε που θυμάται από πότε είχε να εμφανιστεί με καινούριο ρούχο. Να σαν να βλέπει τον εαυτό της να το φοράει, στο πανηγύρι του χωριού -που ήταν σε λίγες μέρες- και να εισπράττει από όλους βλέμματα θαυμασμού, αλλά και ζήλιας από κάποιες συγχωριανές της. Στη σκέψη αυτή, ένα πνιχτό γέλιο βγήκε μέσα από τα χείλη της. Το φουστάνι, ολοκαίνουργο και κόκκινο! Έπλενε τα ρούχα στη σκάφη; το φουστάνι σκεφτότανε. Ζύμωνε στη σκάφη; πάλι το φουστάνι. Πήγαινε στη βρύση με το γκιούμι για νερό; πάλι το φουστάνι, ακόμη και τα ζώα που βοσκούσαν ελεύθερα στο λιβάδι, τα μάζεψε πριν το βασίλεμα ηλίου όπως συνηθιζόταν, για να πάρει τη θέση της εκεί στο μπαλκόνι. Άναψε όμως πρώτα τη φωτιά στο τζάκι, για να βρει ζεστό το σπίτι ο άνδρας της, του μαγείρεψε το αγαπημένο του φαγητό, για να τον ευχαριστήσει για το δώρο που θα της έφερνε και τέλος, πήρε θέση σε κείνο το σημείο του σπιτιού, που είχε το καλύτερο καραούλι προς τον κάμπο.

Τον είδε κοντά στη μαγούλα να έρχεται, καθώς χτύπησαν οι τελευταίες ακτίνες του ήλιου πάνω στο αχνό κόκκινο, - αλλά κόκκινο της φάνηκε όμως -, την ώρα που πήγαινε να κρυφτεί ανάμεσα στις δυο κορυφές του Κόζιακα, εκεί που τελειώνει πάντα το καθημερινό του ταξίδι. «Το φέρνει το φέρνει» μονολόγησε και ξαναμμένη από χαρά, κόκκινη κατακόκκινη σαν το κόκκινο φουστάνι, που θα φορούσε σε λίγο, έτρεξε μέσα στο σπίτι, έβγαλε τα παλιά τριμμένα, σκοροφαγωμένα και γεμάτα ψείρες ρούχα, τα πέταξε στη φωτιά- μπουμπούνισε το τζάκι- έμεινε εκεί να τα κοιτάζει να καίγονται και μια ασυγκράτητη φωνή, σχεδόν εκδικητική βγήκε από το λαρύγγι της: «Καείτε ψείρες κόντες έφτασαν τα κόκκινα και τα κατακόκκινα, Έφτασαν τα κόκκινα και τα κατακόκκινα» επαναλάμβανε με έξαψη! 

Μες στο παραλήρημά της, σαν να της φάνηκε ότι άκουσε τη φωνή του και σταμάτησε να αφουγκραστεί: ναι αυτός ήταν, τη φώναζε από την αυλή. Τέντωσε καλύτερα τα αυτιά της να σιγουρευτεί, άκουσε καθαρά να τη φωνάζει με χαρούμενη φωνή: «Έλα γυναίκα να δεις τι έφερα από τα Τρίκαλα» και επειδή δεν αποκρίθηκε αμέσως το ξαναείπε: «Γυναίκα έ, γυναίκα δεν ακούς; έλα έξω να δεις τι έφερα από τα Τρίκαλα». Αυτό ήταν! σίγουρη πια για το κόκκινο φουστάνι, βγαίνει έξω γυμνή, τρέχοντας, με νάζι, να το αρπάξει, να το φορέσει.... Έμεινε όμως «στήλη άλατος» αντικρίζοντας όχι μόνον έναν άνδρα, τον άντρα της, αλλά δυο. Το άντρα της και τον κουμπάρο τους. Περιέφερε το βλέμμα της στο χέρι του, να αρπάξει το φουστάνι, να το φορέσει αμέσως να κρύψει τη γύμνια της! Στο χέρι όμως, δεν υπήρχε φουστάνι παρά μόνο ένα κόκκινο ολόφρεσκο κομμάτι κρέας, μια νεφραμιά! Μια νεφραμιά για το φίλεμα του κουμπάρου

 

Της Φωτεινής Βησ. Παπαχαρίση (Εφημερίδα «Η Φιλύρα»)


Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2024

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ

 

Να ευχαριστείς τη σελήνη για τη μεγαλοψυχία της, καθώς στέκεται ακίνητη για να φωτίσει και να ευλογήσει την εξομολόγησή σου.

Να ευχαριστείς τη νύχτα που σε τυλίγει και σε αποσπά από το πλήθος για να νιώσεις απερίσπαστος στην εκδήλωση της αγάπης σου.

Να ευχαριστείς την εφηβεία σου για τη φλόγα, το τρακ και την ευγενή δειλία του λόγου σου.

Να ευχαριστείς την Κοσμική Ώρα που επέλεξε μια αντάξια κόρη να σταθεί δίπλα σου για να σ’ ακούσει και να μη χάνει ούτε μία λέξη από το στόμα σου.

Του Ηλία Κεφάλα

Τα Βαλτσινιώτικα «Βάστα Θανάσ’, βάστα Θανάσ’!»

 Έτσι κι αλλιώς κι αλλιώτικα

εδώ στα Βαλτσινιώτικα

θα λέμε τον καημό μας,

τα βάσανα, τις πίκρες μας,

τα ωραία απ’ το χωριό μας. 

Είχε φτάσει πλέον στ’ απροχώρητο η κατάσταση του Θανάση με το αλκοόλ, ώσπου χρειάστηκε να νοσηλευτεί και να πάει για απεξάρτηση.  Η θεραπεία τον βοήθησε να σταματήσει το πιοτό. Έτσι τώρα θα ήταν έτοιμος ν’ αρχίσει να ξαναχτίσει την ζωή του. Οι γιατροί βέβαια, του απαγόρευσαν να πίνει και του συνέστησαν να κάνει χρήση «την δύναμη της θέλησης». 

Όταν επέστρεψε στο χωριό, βγήκε έξω για μια βόλτα, να περπατήσει. Λίγο πριν φτάσει στο καφενείο του Μάμαλη, που παλιά συνήθιζε να τα πίνει, το αγνάντεψε από μακριά και θέλοντας να βρει τη δύναμη της θέλησης και να κάνει υπομονή, ώστε να μην υποκύψει και πάει ξανά να πιεί, άρχισε να δίνει κουράγιο στον εαυτό του, και να λέει:

- Βάστα Θανάσ’, βάστα Θανάσ’!

Όταν προσπέρασε πια το καφενείο, ενθουσιασμένος από την υπομονή και τη θέληση που έδειξε και νίκησε το πάθος του, είπε:

- Μπράβου Θανάσ’! Έλα τώρα να σι κιράσου ένα ποτηράκι.

Και ξαναμπήκε στο καφενείο να το γιορτάσει...


επικοινωνιστε μαζι μας