Αυτή η περίεργη ομίχλη έκρυβε επιμελώς, από όλους μας, τους παραδοσιακούς οργανοπαίχτες της περιοχής μας και άφηνε ένα κομμάτι της κοινωνικής ζωής του τόπου μας ξεχασμένο και άγνωστο.
φωτίσουμε ορισμένες πλευρές που αφορούν τις ιδιαιτερότητες του επαγγέλματός τους, τον τρόπο ζωής τους και την σταδιακή αλλοτρίωση που υπέστησαν με το πέρασμα και τις αλλαγές των καιρών και των αναγκών.
Την εποχή που η παραδοσιακή μουσική κυριαρχούσε και το δημοτικό τραγούδι, συνόδευε τους ανθρώπους από τη γέννηση (νανούρισμα) ως το θάνατο (μοιρολόι) ως το βασικότερο μέσο για την ψυχαγωγία τους, αρκετοί νέοι, μερακλήδες ασχολήθηκαν και έμαθαν να παίζουν παραδοσιακά μουσικά όργανα. Άλλος κλαρίνο, άλλος βιολί άλλος λαούτο, άλλος ακορντεόν, συνταιριάστηκαν και έκαναν κομπανίες.
Το κλαρίνο ήταν το ηγετικό όργανο σε κάθε τέτοια κομπανία και πλαισιώνονταν από το βιολί, το λαούτο, η κιθάρα, το ακορντεόν. κ.α.. Σήμερα εξακολουθεί ακόμα να κρατάει τα σκήπτρα παίζοντας τα περισσότερα σόλο και τη βασική μελωδία, ενώ τα υπόλοιπα όργανα έχουν πιο συνοδευτικό ρόλο.
Οι περισσότεροι από τους οργανοπαίχτες έμαθαν τα όργανα από τον παππού ή τον πατέρα τους, ενώ δεν είναι λίγοι αυτοί που συνέχισαν τις σπουδές τους σε κάποιο ωδείο ή σε άλλες μουσικές σχολές.
Το «καλό αυτί» και η πολύωρη εξάσκηση θεωρούνταν οι βασικές αρετές για τους παραδοσιακούς οργανοπαίχτες μιας και ο καλός μάστορας ποιεί με τη δοσολογία της ψυχής του.
Νέοι δηλαδή μερακλήδες έμαθαν άλλος, το κλαρίνο, άλλος το βιολί άλλος το λαούτο, συνταιριάστηκαν κι έκαναν κουμπανίες και μ' αυτές έβγαζαν πέρα το γλέντι στους γάμους και στα πανηγύρια.
Αρκετοί ήταν αυτοί που ασχολήθηκαν και έμαθαν να παίζουν παραδοσιακά όργανα.
Στο Βαλτινό οι πρώτοι οργανοπαίχτες που ασχολήθηκαν συστηματικά με την παραδοσιακή μουσική και τα όργανα ήταν ο Ευάγγελος Καλαμπάκας και ο Δημήτριος Μαντέλας. Αυτοί ασχολήθηκαν και έμαθαν να παίζουν λαούτο, κιθάρα και τραγούδι. Φρόντισαν όμως να μεταδώσουν τις μουσικές τους γνώσεις στα παιδιά τους και στα εγγόνια τους.
Μεγάλη οικογένεια παραδοσιακών οργανοπαιχτών του Βαλτινού ήταν η οικογένεια Καλαμπάκα.
Ο Ευάγγελος Καλαμπάκας ακολουθώντας τα βήματα του πατέρα του που με τη σειρά του είχε ακολουθήσει και εκείνος την οικογενειακή παράδοση.
Ο Νικόλαος Καλαμπάκας. Κλαρινίστας.
Ο Νίκος Καλαμπάκας υπήρξε ένας από τους καλύτερους κλαριτζήδες του τόπου μας. Οι παλαιότεροι θυμούνται τις δεξιοτεχνικές του ικανότητες στο κλαρίνο με τις οποίες κατάφερε να γίνει γνωστός στο ευρύ κοινό και να αξιωθεί να παίξει σε πολλά καλά μαγαζιά, με καλές ορχήστρες.
Επίσης συμμετείχε με διάφορα συγκροτήματα σε εκδηλώσεις που έγιναν σε Ευρωπαϊκές χώρες.
Επίσης άλλοι αξιόλογοι οργανοπαίχτες του Βαλτινού που ασχολήθηκαν
με την παραδοσιακή μουσική ήταν:
Ο Ηλίας Μαντέλας (ακορντεόν και αρμόνιο).
Ο Γιάννης Γεωργίου (ακορντεόν, αρμόνιο και τραγούδι).
Ο Βασίλης Βότσιου (ακορντεόν και αρμόνιο).
Ο Λάμπρος Σταυρέκας (ακορντεόν).
Ο Παναγιώτης Πέτρου (βιολί και τραγούδι) και άλλοι νεώτεροι.
Ο κόσμος συνήθως τους αντάμειβε με την λεγόμενη «χαρτούρα» δηλαδή τα κεράσματα και σε ελάχιστες περιπτώσεις συμφωνούσαν με τον διοργανωτή του γλεντιού να παίρνουν κάποια αμοιβή. Χαρακτηριστική ήταν η σκηνή του μερακλωμένου χορευτή όταν έβγαζε από την τσέπη του το χαρτονόμισμα, το σάλιωνε και το κολλούσε στο μέτωπο του οργανοπαίχτη. Στους γάμους συνήθως τοποθετούσαν μπροστά στους οργανοπαίχτες και σε περίοπτη θέση ένα ταψί όπου μέσα εκεί έριχναν τα κεράσματα για τα όργανα. Κάθε χορευτής που έσερνε το χορό κερνούσε τα όργανα, αλλά και για κάθε χορευτή κερνούσαν οι συγγενείς και φίλοι του καθώς έτσι το επέβαλε το εθιμικό δίκιο.
Το συστατικό στοιχείο του χορευτή ήταν η λεβεντιά. Στις κινήσεις, στον κώδικα συμπεριφοράς, στη μερακλίδικη στάση ζωής του. Ήξερε να χορέψει καλά; Ήταν καλοδεχούμενος. Σεβόταν την κοινωνική δομή; Ήταν ενταγμένος και μοιραία αποδεκτός. Αν ήταν άνδρας και πάτερ φαμίλιας έπρεπε να στοιχειοθετεί το ρόλο του: να «σηκώνει» την οικογένεια για χορό, να παραγγέλνει το τραγούδι και να τηρεί την τάξη κατά τη διάρκεια της χορευτικής τελετουργίας.
Σιγά – σιγά όμως, οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες διαμόρφωσαν και αλλοτρίωσαν το παραδοσιακό και το αυθεντικό δημοτικό τραγούδι.
Η «αυθεντικότητα» με αυτή τη «θεωρητική» της υπόσταση έχει σχεδόν εκλείψει από τα γλέντια. και από τα αυθεντικά και παραδοσιακά όργανα που χρησιμοποιούσαν οι οργανοπαίχτες στα διάφορα πανηγύρια, στους γάμους, και στα γλέντια,) έφτασαν στη σταδιακή αλλοτρίωση που υπέστησαν με το πέρασμα και της αλλαγής των καιρών και των αναγκών.
Αρκετοί θαμώνες επιθυμούν να ακούσουν νεοελληνικές λαϊκές επιτυχίες, ή ακόμα και ξένα τραγούδια γεγονός που αναγκάζει τις κομπανίες να προσθέτουν μπουζούκια προκειμένου να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις και άλλες φορές να αντικαθιστούν το ακορντεόν με το αρμόνιο, να προσθέτουν ντραμς και άλλα ηλεκτρικά όργανα προκειμένου να καταφέρουν να ακουστούν δυνατά.
Τ.Δ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου