Περνώντας
τις πύλες του στρατού ο νεοσύλλεκτος φαντάρος άφηνε πίσω του την πολιτική ζωή,
το οικογενειακό και κοινωνικό του περιβάλλον και έμπαινε σε ένα καινούργιο
περιβάλλον γεμάτο ασκήσεις, εκπαιδεύσεις, πειθαρχία, και νέες εμπειρίες.
Ένα κούρεμα στην ψιλή, ένα μπάνιο και μετά το ντύσιμο στα χακί και το στήσιμο
στη γραμμή… ήταν οι πρώτες εμπειρίες κατά την μετάβασή του από την πολιτική στη
στρατιωτική ζωή.
Οι πρώτες είκοσι ημέρες ήταν ο χρόνος προσαρμογής μέχρι να γίνει η ορκωμοσία και σιγά-σιγά να ενσωματωθεί πλήρως στην καινούργια κοινωνία του στρατού. Η εκπαίδευση, οι ασκήσεις, τα καψόνια, η πειθαρχία, η σκοπιά γίνεται πλέον η καθημερινότητα του και ο νέος τρόπος ζωής.
Όμως
ο στρατός με τα βάσανά του και τις δυσκολίες του δεν έπαψε ποτέ να εμπνέει τον
λαό μας, που τον χαρακτηρίζει η αγάπη της ελευθερίας και η έντονη
συναισθηματικότητα. Πολλοί στρατιώτες, είτε από χωριά είτε από πόλεις,
συνεχίζοντας μια παλιά παράδοση μάζευαν στα δεφτεράκια τους ή σε τετράδια
ολόκληρες ντουζίνες από στιχάκια, που τα μάθαιναν (ή τα αντέγραφαν) απ’ τους
παλαιότερους ή τα ταίριαζαν οι ίδιοι παραλλάζοντάς τα. Με τα στιχάκια αυτά
διανθίζανε πολλές φορές τα γράμματα που έστελναν στους δικούς τους ή τα έγραφαν
μαζί με τις αφιερώσεις πίσω από τις φωτογραφίες τους, ή τα χάραζαν στο θάλαμο, στα
ουρητήρια και στις σκοπιές.
Ένα
δείγμα από τέτοια στιχάκια που κυκλοφορούσαν στα στρατόπεδα του Ελληνικού Στρατού,
τα οποία διαδόθηκαν από στόμα σε στόμα κι από σειρά προς σειρά, καταγράφηκαν και
παρουσιάζονται παρακάτω:
Είμαι φαντάρος και πονώ, μα τι μπορώ να κάνω;
Με τα στιχάκια προσπαθώ τον πόνο μου να γιάνω.
Βάσανα,
που ’χει το χακί και πίκρες το γαλόνι,
κι οποίος λεβέντης το φορεί, τα νιάτα του σκλαβώνει.
Τα
όμορφα τα νιάτα μας, τα πιο καλά μας χρόνια
τα χαίρονται τα άρματα και τα βαριά κανόνια.
Βαρύς
είναι ο θάνατος βαρύ είναι το χώμα
μα
του φαντάρου η ζωή βαρύτερη ακόμα.
Ένας
φαντάρος έρχεται μες το χακί ντυμένος
είναι
ο γιος σου μάνα μου ο ταλαιπωρημένος.
Κοιμάμαι
κι ονειρεύομαι πως είμαι απολυμένος
και το πρωί σηκώνομαι μες το χακί ντυμένος.
Εβγήκα
στην αναφορά άδεια για να ζητήσω
κι
ο λοχαγός μου φώναξε «στραβάδι γύρνα πίσω».
Τότε
και γω τσαντίστηκα και του ’πα θυμωμένος
«Ζητάω άδεια λοχαγέ, γιατί ’μαι ερωτευμένος».