Τρίτη 1 Ιουλίου 2025

Ο Βίκτωρας: Μια μαρτυρία ψυχής από τον Χάρη Αγγελή


Με ιδιαίτερη χαρά παρουσιάζουμε σήμερα άλλο ένα απόσπασμα από το υπό έκδοση βιβλίο του Χάρη Αγγελή με τίτλο «Ο Βίκτωρας». Πρόκειται για ένα έργο βαθιά ανθρώπινο, που φωτίζει τις πιο σκιερές και εύθραυστες πτυχές της ύπαρξης, μέσα από τη μορφή ενός ήρωα που στέκει αντιμέτωπος με την ιστορία, τη μνήμη και τον ίδιο του τον εαυτό. Ο Βίκτωρας δεν είναι απλώς ένας χαρακτήρας· είναι σύμβολο επιβίωσης, αμφισβήτησης και αναζήτησης νοήματος σε έναν κόσμο γεμάτο ρωγμές.

Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι ενδεικτικό της πυκνότητας του ύφους και της υπαρξιακής έντασης που διαπερνά ολόκληρο το έργο.


Στο ζευγαρολίβαδο τα χορτάρια είχαν «ξυριστεί» από τα σαγόνια των προβάτων και γέμιζε σιγά-σιγά ασπράγκαθα και γαϊδουράγκαθα. Σε μεριές-μεριές έβγαινε αγριοτρέφυλλο με άσπρα λουλουδάκια, που γέμιζαν από μέλισσες.
Οι δύο φίλοι το διέσχιζαν για να φτάσουν πέρα στη φλέβα. Στην αρχή πρόσεχαν να μην πατήσουν σε αγκάθια ή καμιά μέλισσα. Με την κουβέντα όμως και με το «κοίτα εδώ», ο ένας, «κοίτα τούτη τη γομάρα», ο άλλος, γέμιζαν οι ξυπόλητες πατούσες τους από αγκαθάκια και κεντριά από μέλισσες.

—Όταν γυρίσουμε θα φτάσουμε ξυνάδια από την κληματαριά και θα τα τρίψουμε να περάσει ο πόνος, έλεγε ο Σιούλας.
Έφτανε άγουρες πράσινες ρόγες, τις έσπαζε και τις άπλωναν στα πρησμένα πόδια.
Το τσίμπημα της μέλισσας είχε ήδη περάσει, αλλά τα αγκάθια πονούσαν μέχρι το βράδυ, που γύριζε η μάνα και τα ’βγαζε με το βελόνι.

Πρώτα μάλωνε:
—Μόνο στο σχολείο θα βάλεις μυαλό, έλεγε, γυρνάς όλη μέρα στα σοκάκια και στις φλέβες, θα σε φάνε τα σκυλιά και τα φίδια.
Ύστερα, σαν ιδανικός χειρούργος, φύσαγε το μέρος που είχε καρφωθεί το αγκάθι για να φύγει ο πόνος, το ’πιανε με το βελόνι και το ’βγαζε.

Στη φλέβα είχε έρθει μια φαγάνα από την πόλη. Ήταν ένα τεράστιο μηχάνημα με σιδερένιες μακρουλές ρόδες. Είχε ένα μεγάλο λουλά σαν σιδερένια σκάλα, κάτω από τον οποίο κρεμόταν η κοπάνα, δεμένη με χοντρά συρματόσχοινα, που ο χειριστής την πήγαινε όπου ήθελε.
Την έριχνε μέσα στη φλέβα, την τραβούσε ώσπου να γεμίσει λάσπη και μετά την σήκωνε και την άδειαζε έξω από το νερό.
Η κοίτη της φλέβας καθάριζε και φάρδυναν οι όχθες. Στο τμήμα αυτό, από τη μια άκρη του ζευγαρολίβαδου ως την άλλη, θα είχαν εύκολη πρόσβαση τα ζώα για να πίνουν νερό.

Ήταν μαζεμένα κι άλλα παιδιά και πολλοί μεγάλοι άντρες και παππούδες. Μερικοί είχαν ξαναδεί στο στρατό.

—Τι τρώει και από πού χέζει; ρωτούσε ο Βίκτωρας τον Σιούλα, αλλά ακόμα δεν ήταν έτοιμος να δώσει απάντηση γι’ αυτό το σιδερένιο θηρίο.

Έτσι συνέβη και με το γραμμόφωνο. Το είχαν φέρει σ’ έναν γάμο που γίνονταν στη γειτονιά του Πίπη. Το κούρδιζαν, έβαζαν πάνω σ’ ένα στρογγυλό ανάποδο τηγάνι που έφερνε γύρω την πλάκα, ακουμπούσαν πάνω τη βελόνα, κι απ’ το λουλά έβγαινε το τραγούδι. Έψαχναν οι μικροί εξερευνητές κάτω από το τραπέζι να ιδούν τον άνθρωπο που κρύβονταν και τραγουδούσε, αλλά δεν υπήρχε κανένας. Ούτε κλαρίνο βρήκαν, ούτε λαούτο, ούτε ακορντεόν, κι όμως ακουγόνταν πεντακάθαρα όλα τα όργανα.

Την ίδια απορία είχαν και με τον καλαντζή, που γάνωνε τα παλιά χαλκώματα. Στα χαϊάτια της εκκλησίας είχε στήσει το εργαστήρι του. Το πρωί γύριζε στους μαχαλάδες και φώναζε: «Όλα τα παλιά χαλκώματα γανώνω!»
Μάζευε σ’ ένα σακί ό,τι του δίνανε οι γυναίκες: ταψιά, νταβάδες, τεντζερέδες, κουτάλια, πιρούνια, και το μεσημέρι τα γάνωνε με το καλάι.

—Πώς το φτιάχνεις το καλάι; ρωτούσε τον καλαντζή ο Σιούλας.
—Δεν το φτιάχνω εγώ, απαντούσε αυτός ο άγιος άνθρωπος, το αγοράζω από την πόλη σε μικρές πλάκες.
Ζέσταινε μια πλάκα σ’ ένα μεταλλικό πιάτο και μετατρέπονταν σε μικρές ρευστές μπαλίτσες. Ύστερα τις άδειαζε μέσα στο ζεσταμένο ταψί και μ’ ένα πανί που κρατούσε στο χέρι τις άπλωνε με τέχνη σε όλα τα σημεία του ταψιού, το οποίο μόλις κρύωνε άστραφτε σαν καινούριο και θα έμενε έτσι ώσπου να ξαναρθεί ο καλαντζής το επόμενο καλοκαίρι να το ξαναγανώσει.

Γι’ αυτή του τη δουλειά πληρώνονταν με σιτάρι, με φασόλια, με κότες και με παράδες, αλλά τέτοιες δεν κυκλοφορούσαν πάρα πολλές στο χωριό. Γέμιζε τα σακιά του με εγχώρια προϊόντα, τα φόρτωνε στην γομάρα του κι έφευγε για το διπλανό χωριό.

—Εγώ θα γίνω καλαντζής άμα μεγαλώσω, έλεγε ο Πίπης.
Ο Σιούλας σκεφτόταν και δεν μιλούσε. Ύστερα είπε στον Βίκτωρα:
—Ο διάργυρος, άμα βγει απ’ το θερμόμετρο, γίνεται τέτοιες μπαλίτσες, αλλά δεν πιάνονται με το χέρι, γιατί γλιστρούν.

Ένα μεσημέρι έκανε πολύ ζέστη. Οι τσομπάνηδες απ’ το γιόμα είχαν κλείσει τα πρόβατα στα τσαρδάκια, κι οι γελαδάρηδες είχαν δέσει τα γελάδια στα παλούκια κάτω από τα δέντρα στις ρούγες τους.
Τα τσιόνια και οι κότες άνοιγαν τα ράμφη τους και έβγαζαν τις γλώσσες έξω, πολλές μύγες πετούσαν παντού, τα γομάρια στο λιβάδι σταματούσαν να βοσκάνε και όρθια κοίταζαν το ένα το άλλο.

Ο Κουτάκιας, φίλος του Πίπη απ’ την ευρύτερη γειτονιά, γύριζε απ’ τα πρόβατα που είχε πάει ψωμί στον αδερφό του.
—Πάμε στη φλέβα να κολυμπήσουμε; λέει στην παρέα. Εγώ έμαθα χθες να κάνω πλέγα με τα μεγάλα τα παιδιά.

Ο Βίκτωρας, ο Σιούλας και ο Πίπης κοιτάχτηκαν στα μάτια, συμφώνησαν αμέσως κι έκοψαν δρόμο πέρα απ’ τη γειτονιά, να μην τους δουν τα μικρότερα και μαρτυρήσουν στους γονείς τους.

Μόλις έφτασαν στη γέφυρα της φλέβας, ξεμπλετσώθηκαν και ρίχτηκαν μέσα στο νερό.
Ο Κουτάκιας τους έδειχνε τον τρόπο πώς να κάνουν πλέγα. Χτυπούσε χέρια και πόδια στο νερό κι έμενε στην επιφάνεια. Οι άλλοι τρεις δεν πήγαιναν στα βαθιά και προσπαθούσαν στην άκρη, στα ρηχά, να κάνουν το ίδιο. Βαρούσαν χέρια και πόδια με όση δύναμη είχαν και το νερό θόλωνε από τις λάσπες.

—Έμαθα! φώναζε ο ένας.

—Ήπια νερό από τις μύτες, ο άλλος.

Ώσπου ένας ίσκιος πάνω στην όχθη τους έκοψε τα ύπατα. Ο Τσίλιας, που ήταν τσομπάνος κι είχε το τσαρδάκι παρακάτω, άκουσε τη φασαρία κι ήρθε σ’ εκείνο το μέρος που κολυμπούσαν τα πιτσιρίκια. Μάζεψε τα ρούχα των παιδιών και τα κρατούσε στη μασχάλη του.

—Γιατί κάνετε φασαρία και δεν μπορώ να κοιμηθώ; απευθύνθηκε σε όλους.

Τα πιτσιρίκια τρόμαξαν και δεν ήξεραν τι να πουν.

—Τώρα να δούμε πώς θα πάτε ξεβράκωτα στα σπίτια σας, λέει και ξεκινάει να φύγει.

Παρόλη τη ζέστη του μεσημεριού, πάγωσαν οι ψυχούλες τους από τον φόβο και την ντροπή της γύμνιας.

—Μη, Τσίλια! φωνάζει ο Κουτάκιας, που τον ήξερε, και βάζει τα κλάματα. Θα με σκοτώσει ο πατέρας μου από το ξύλο!

Και βγήκε από το νερό τρέχοντας προς το μέρος του.

Από πίσω του βγήκαν και οι υπόλοιποι ξεβράκωτοι και μουδιασμένοι, χωρίς να ξέρουν τι να κάνουν. Ευτυχώς, ο τσομπάνος παράτησε τα ρούχα στο λιβάδι κι έφυγε αμίλητος για το τσαρδάκι του. Φόρεσαν τα βρακιά τους και κίνησαν να επιστρέψουν στο χωριό. Απογοητευμένοι από την εξέλιξη της κατάστασης, περπατούσαν νωχελικά κάτω από τον τσουχτερό ήλιο στο Ζευγαρολίβαδο και διάλεγαν το μέρος που θα πατήσουν για ν’ αποφύγουν τις μέλισσες και τ’ ασπράγκαθα.