Δευτέρα 23 Ιουνίου 2025

«Στην Σκιά του Ηλιοβασιλέματος»

 

Κάτω από το χρυσό φως του απογεύματος, ο θεσσαλικός κάμπος μοιάζει να αναστενάζει μαζί με τα κάρα, φορτωμένα με άχυρο και χόρτα. Τα ξύλινα τροχοφόρα περπατούν αργά, σαν να χορεύουν στον ρυθμό του ήλιου που κατηφορίζει αργά στο δυτικό ορίζοντα. Ο ουρανός βάφεται με τα χρώματα του ηλιοβασιλέματος, σαν να μοιράζεται με τη γη την τελευταία του φωτεινή χάρη για την ημέρα.

Κάθε κάρο είναι ένα σύμβολο της αέναης εργασίας, του κόπου και της αντοχής του αγρότη που μοιάζει να γράφει ιστορίες στο χώμα με το χέρι του, να μοιράζει τον ιδρώτα του με την ίδια την γη που τον τρέφει. Τα φορτία των καλαμιών, σαν μικρές αναμνήσεις από καλοκαίρια περασμένα, φέρνουν μαζί τους το άρωμα της σκληρής δουλειάς και της απλότητας του καθημερινού αγώνα.

Το τοπίο αυτό, αν και γεμάτο από τη σκληρότητα του μόχθου, κουβαλά μια μαγεία. Ο ήχος των τροχών που τρίζουν στη σιωπή της φύσης, οι μακριές σκιές που χορεύουν στην υγρασία του απογεύματος, όλα συνθέτουν ένα αθόρυβο συμφωνικό έργο για εκείνους που έχουν μάθει να ακούν τα μυστικά της γης. Ο αγρότης, με την ολόκληρη ζωή του κρυμμένη στην κοιλότητα των χεριών του, είναι μέρος αυτού του τοπίου, σχεδόν αόρατος, σαν μια σκιά που περνά από το φως του ηλιοβασιλέματος.

Και καθώς το φως χάνεται πίσω από τα βουνά, αφήνοντας το τοπίο να βυθιστεί στο δροσερό σκοτάδι, το κάρο συνεχίζει την πορεία του, σχεδόν αδιάφορο για τον χρόνο, σχεδόν αδιάφορο για την ύπαρξή του στο σύμπαν αυτό το μικρό κομμάτι χώματος και ουρανού, που όμως είναι το σπίτι του, το σπίτι όλων αυτών των ανθρώπων που με μόχθο και πάθος φροντίζουν το έδαφος για να το δώσουν πίσω στη ζωή.


Εντυπωσιακά αρχαιολογικά ευρήματα από την αρχαία Πέλιννα

 

Εντυπωσιακά είναι τα αρχαιολογικά ευρήματα του νομού μας, τα οποία φιλοξενούνται στο Αθανασάκειο Αρχαιολογικό Μουσείο Βόλου — ένα από τα παλαιότερα μουσεία της χώρας και, μέχρι πρότινος, το κεντρικό αρχαιολογικό μουσείο της Θεσσαλίας. Το μουσείο ανεγέρθηκε το 1909 με δαπάνη του Αλέξιου Αθανασάκη, από την Πορταριά του Πηλίου. Πρόκειται για ένα ισόγειο νεοκλασικό κτήριο, συνολικής επιφάνειας 870 τ.μ., με επτά χώρους έκθεσης.

Αρχαία Πέλιννα

Τα ευρήματα της αρχαίας Πέλιννας, τα οποία εκτίθενται σε ειδική αίθουσα, κεντρίζουν το ενδιαφέρον των επισκεπτών. Η Πέλιννα (ή Πελινναίον), πόλη της τετράδος Εστιαιώτιδος, εκτεινόταν στην αριστερή όχθη του Πηνειού ποταμού, στη δυτική Θεσσαλία, ανάμεσα στην Τρίκκη και τη Φαρκαδώνα.

Σύμφωνα με τον Αρριανό, από την πόλη της Πέλιννας πέρασε το 335 π.Χ. ο Μέγας Αλέξανδρος με τον στρατό του, κατά την αιφνίδια εκστρατεία του εναντίον των Θηβαίων. Οι κάτοικοι της Πέλιννας ακολούθησαν τους Μακεδόνες σε όλες τις επιχειρήσεις έως το 191 π.Χ., οπότε η πόλη καταλήφθηκε από τους Αθαμάνες, με αρχηγό τον Αμύνανδρο, κατά τον Αντιοχικό πόλεμο.

Μετά την κατάλυση της Μακεδονίας το 168 π.Χ., επιβλήθηκε πλήρης ρωμαϊκή κυριαρχία τόσο στη Θεσσαλία όσο και στη Μακεδονία.

Τα παραπάνω αποτελούν στοιχεία μελέτης του Λεωνίδα Π. Χατζηαγγελάκη, αρχαιολόγου και επί τιμή εφόρου αρχαιοτήτων του ΥΠΠΟΑ.

Ίδρυση της πόλης

Σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές, η πόλη ιδρύθηκε από τον Πέλιννο, γιο του Οιχαλιέα, από την Οιχαλία — την πόλη του Ευρύτου. Η πρώτη αναφορά της Πέλιννας γίνεται από τον Πίνδαρο, ο οποίος την αναφέρει ως πατρίδα του Ιπποκλή, νικητή στους αγώνες διαύλου στα Πύθια το 498 π.Χ.

Οι αρχαίες μαρτυρίες και τα αρχιτεκτονικά λείψανα προσφέρουν πολύτιμες πληροφορίες για τη ζωή της πόλης, κυρίως κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. και στους μεταγενέστερους χρόνους. Κατά το πρώτο μισό του 4ου αιώνα π.Χ., η Πέλιννα ακολουθούσε πολιτική αντίθετη προς τις Φερές, ενώ η Τρίκκη και η Φαρκαδώνα είχαν ταχθεί με το μέρος των Φεραίων.

Το 357 π.Χ., έπειτα από πρόσκληση των Αλευάδων της Λάρισας, κατήλθε στη Θεσσαλία ο Μακεδόνας βασιλιάς Φίλιππος Β’, ο οποίος «απελευθέρωσε» τις θεσσαλικές πόλεις από την κυριαρχία των Φεραίων. Ο Φίλιππος ενίσχυσε τα τείχη και τα οικοδομήματα της Πέλιννας και εγκατέστησε μόνιμη μακεδονική φρουρά.

Μετά τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ., η Πέλιννα επεκτάθηκε και οχυρώθηκε με ισχυρό τείχος, κατασκευασμένο σύμφωνα με τις αρχές της πολεμικής αρχιτεκτονικής των ύστερων κλασικών και πρώιμων ελληνιστικών χρόνων, βάσει του ισόδομου τραπεζιόσχημου συστήματος τειχοδομίας. Οι οριζόντιοι γωνιόλιθοι, από ντόπιο λευκόφαιο ασβεστόλιθο των τοπικών λατομείων, έχουν μακρές πλευρές που είναι οριζόντιες και παράλληλες, ενώ οι στενές πλευρές είναι ακανόνιστες και διατάσσονται εκατέρωθεν μιας νοητής κατακόρυφης γραμμής.

Η εξωτερική επιφάνεια των λίθων φέρει είτε αδρή επεξεργασία με χονδρό βελόνι είτε, σε πολλές περιπτώσεις, παραμένει εντελώς ακατέργαστη.


Πηγή: Εφ. Πρωινός Λόγος