Δευτέρα 30 Ιουνίου 2025

Ιούλιος: Ο μήνας που μυρίζει στάχυ και χώμα

 

Ο Ιούλιος μυρίζει στάχυ και χώμα, ιδρώτα που λάμπει στον ήλιο, σκονισμένα πόδια σε χωμάτινα δρομάκια, τζιτζίκια που φλέγονται στις μουριές, καρπούζι που ανοίγει με ήχο καθαρό και στάζει κόκκινο ζουμί στα χέρια.

Είναι ο μήνας που ο ήλιος κάθεται ψηλά στο μεσουράνημα, κι εμείς κρατούμε το βλέμμα χαμηλά για να μη θαμπωθούμε, μα οι ακτίνες περνούν μέσα από τις βλεφαρίδες μας και παίζουν μικρούς χορούς στα μάτια μας.

Θυμόμαστε τα βράδια που η νύχτα κατέβαινε πάνω στα καλαμπόκια, τα τριζόνια να λένε το δικό τους παραμύθι, το χωριό να ανασαίνει ήσυχα, σαν βρέφος που κοιμάται σε κούνια από στάχυα.

Τώρα, ο Ιούλιος έρχεται πάνω στο τσιμέντο, κι αν ξυπνήσουμε νωρίς, πριν ο ήλιος γίνει λεπίδα, πιάνουμε στον αέρα λίγη μυρωδιά από εκείνα τα καλοκαίρια στο χωριό.

Ο Ιούλιος μας μαθαίνει ακόμη υπομονή. Να περιμένουμε τον καρπό να γλυκάνει, να αφήσουμε τη μέρα να πυρώσει κι ύστερα να σταθούμε στη βραδινή αυλή, να κοιτάξουμε τον ουρανό και να θυμηθούμε πως κάποτε δεν βιαζόμασταν, αλλά περιμέναμε το φεγγάρι να ανέβει πάνω από τα χωράφια.

Ο Ιούλιος είναι μια γέφυρα, από τα ξυπόλητα βήματα στα καμένα χόρτα μέχρι το σήμερα, που αναζητούμε ακόμη εκείνη τη μυρωδιά του χώματος πριν τη βροχή.

Κι ίσως μια μέρα, σε έναν Ιούλιο που θα έρθει, να καθόμαστε πάλι σε μια αυλή με ένα παιδί δίπλα μας, να το μάθουμε να ακούει τα τριζόνια, να περιμένει το φεγγάρι, να κρατά τη νύχτα σαν προσευχή.

Γιατί ο Ιούλιος ανθίζει με τον ήλιο, μα ωριμάζει με το χέρι που θερίζει. Κι εμείς, κάθε Ιούλιο, νιώθουμε πως γινόμαστε γέφυρα ανάμεσα σε εκείνο το παιδί που ήμασταν, στον άνθρωπο που γίναμε, και σε όσα ακόμη μπορούμε να γίνουμε.

Καλό μήνα!





Κυριακή 29 Ιουνίου 2025

Ημερήσια εκδρομή του Πολιτιστικού Συλλόγου Βαλτινού στην Ιερά Μονή Κάτω Ξενιάς και στον Αλμυρό Βόλου

 

Την Κυριακή 29 Ιουνίου 2025, ο Πολιτιστικός Σύλλογος Βαλτινού πραγματοποίησε ημερήσια εκδρομή στην Ιερά Μονή Κάτω Ξενιάς στον Αλμυρό Βόλου, προσφέροντας στα μέλη και τους φίλους του την ευκαιρία για μια ημέρα πνευματικής ανάτασης και όμορφων στιγμών.

Οι εκδρομείς κατά την επίσκεψή τους στην Ιερά Μονή είχαν τη δυνατότητα να γνωρίσουν την ιστορία της, να προσκυνήσουν και να απολαύσουν τη γαλήνη και τη μοναδική ομορφιά του μοναστηριακού περιβάλλοντος. Η φιλοξενία των μοναχών, η ηρεμία του χώρου και η θέα προς τον θεσσαλικό κάμπο έδωσαν την ευκαιρία σε όλους να περάσουν λίγες ώρες ξεκούρασης και περισυλλογής.

Στη συνέχεια, η εκδρομή συνεχίστηκε με μετάβαση στην πόλη του Αλμυρού, όπου υπήρχε ελεύθερος χρόνος για βόλτα στην πλατεία και τους δρόμους της πόλης, για φαγητό και καφέ. Τα μέλη του Συλλόγου είχαν την ευκαιρία να απολαύσουν την όμορφη καλοκαιρινή ημέρα, να περπατήσουν, να συνομιλήσουν μεταξύ τους και να χαρούν τη συντροφιά σε χαλαρούς ρυθμούς.

Η εκδρομή ολοκληρώθηκε με επιστροφή στο Βαλτινό το απόγευμα, αφήνοντας σε όλους όμορφες εντυπώσεις και την προσμονή για την επόμενη δράση του Συλλόγου.






Σάββατο 28 Ιουνίου 2025

Το Γλέντι του Αγίου Αθανασίου (Διήγημα του Δημήτρη Τσιγάρα)

 

Είχε μόλις τελειώσει η θεία λειτουργία και ο παπα-Θανάσης Βότσιος, με τη γαλήνη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του, βγήκε αργά από την πόρτα της εκκλησίας του Αγίου Αθανασίου στο Βαλτινό. Ήταν 2 Μαΐου του 1910, και το χωριό, όπως κάθε χρόνο τέτοια μέρα, γιόρταζε με λαμπρότητα τη χάρη του Αγίου. Οι καμπάνες αντήχησαν για τελευταία φορά, καλώντας τους πιστούς να συγκεντρωθούν στον προαύλιο χώρο για να αρχίσει το γλέντι.

Ήταν πανηγύρι, και το Βαλτινό ήξερε να γλεντά. Έθιμο παλιό, που περνούσε από γενιά σε γενιά: μετά την εκκλησία, όλοι, μικροί και μεγάλοι, ξεχύνονταν στον προαύλιο χώρο για τραγούδια, χορούς και χαρές. Οι άντρες είχαν φορέσει τα καλά τους, οι γυναίκες τις πολύχρωμες ποδιές τους, κι όλα έδειχναν πως θα ήταν ένα πανηγύρι αξέχαστο.

Τα όργανα δεν άργησαν να πιάσουν δουλειά. Ένας λαουτιέρης, ένας με το κλαρίνο και ένας με το νταούλι στάθηκαν σε μια γωνιά και άρχισαν να παίζουν. Οι πρώτες νότες αντήχησαν, και σε λίγα λεπτά ο χορός είχε κιόλας στηθεί. Οι γυναίκες σχημάτισαν τον εσωτερικό κύκλο, οι άντρες τον εξωτερικό, και όλοι μαζί συγχρονίζονταν στον ρυθμό των δημοτικών τραγουδιών με μια θαυμαστή φυσικότητα. Ήταν χορός που ανάσαινε από τα σπλάχνα της Ρωμιοσύνης, βγαλμένος απ' τα βάθη του τόπου και της καρδιάς.

Ο κόσμος εναλλασσόταν στον κύκλο: άλλοι έπαιρναν τη σειρά τους να χορέψουν, άλλοι καμάρωναν, και κάποιοι χτυπούσαν παλαμάκια, ενθαρρύνοντας τους χορευτές. Οι πιο μερακλήδες, όταν τους έπιανε το κέφι, έριχναν ένα δίφραγκο, ένα κέρμα, ένα κατοστάρικο – τη λεγόμενη «χαρτούρα» – στα όργανα, για να συνεχίσουν απτόητα το παίξιμο. Το γλέντι βρισκόταν στο αποκορύφωμά του, και όλα έδειχναν πως η μέρα θα τελείωνε με τραγούδια και ευφροσύνη.

Κάπου εκεί, μπήκε στο χορό κι ο Χρήστος Μπαντόλιας. Φτωχός όσο δεν πάει, σχεδόν παρίας, αλλά μερακλής και χορευταράς όσο λίγοι. Οι συγχωριανοί τον αποκαλούσαν χαϊδευτικά «Φτώχια Καταραμένη», όχι πως οι υπόλοιποι κολυμπούσαν στα πλούτη – αλλά τουλάχιστον τα κουτσοβόλευαν. Ο Χρήστος, όμως, μόλις που τα έφερνε βόλτα.

Έβγαλε το σακάκι του, το δίπλωσε προσεκτικά και το άφησε πάνω σε μια πέτρα. Έκανε το σταυρό του, χαμογέλασε κι άρχισε να χορεύει λεβέντικα ένα υπέροχο τσάμικο. Ήταν περήφανος και αρχοντικός στο χορό του, με κάθε του βήμα να αφηγείται τη ζωή του, τον αγώνα, τη φτώχεια, αλλά και την αξιοπρέπεια. Οι παρευρισκόμενοι σταμάτησαν για λίγο να μιλούν και να γελούν. Τον παρακολουθούσαν με θαυμασμό. Ο Χρήστος είχε αυτό το σπάνιο χάρισμα: έδινε ψυχή στον χορό.

Όμως κάτι πήγε στραβά. Δεν είχε να ρίξει ούτε μια δεκάρα στα όργανα. Και οι μουσικοί, αν και αρχικά έπαιζαν με ενθουσιασμό, σταμάτησαν απότομα, κόβοντας το τραγούδι στη μέση. Ο Χρήστος ζήτησε δεύτερο τραγούδι. Ήθελε να συνεχίσει το χορό του, να ξεδώσει, να εκφράσει ό,τι τον έπνιγε. Τα όργανα κοίταξαν για λίγο ο ένας τον άλλο διστακτικά – και τελικά άρχισαν να παίζουν ξανά. Μα το παίξιμο ήταν άτονο, σχεδόν αγγαρεία. Ο ρυθμός χλιαρός, το πάθος απόν.

Ο Χρήστος το κατάλαβε αμέσως. Έκανε νόημα στους μουσικούς με το χέρι, να δυναμώσουν, να παίξουν όπως έπρεπε. Εκείνοι, τίποτα. Δεύτερη φορά το ίδιο. Η αδιαφορία τους χτύπησε τον Χρήστο σαν σφαλιάρα. Ένιωσε την προσβολή να φουντώνει μέσα του. Δεν ήταν το παίξιμο που τον πλήγωνε τόσο, όσο η περιφρόνηση. Εκείνη η αδιόρατη αλλά ξεκάθαρη απόρριψη που του έλεγε: «Δεν είσαι σαν εμάς».

Η οργή τον πλημμύρισε. Με μια ξαφνική παρόρμηση, πλησίασε τα όργανα, πήρε φόρα κάνοντας μια χορευτική φιγούρα – λες και ήθελε να ξεγελάσει ακόμα και τον εαυτό του – και με μια δυνατή κλωτσιά χτύπησε το νταούλι. Το νταούλι πέταξε απ’ τα χέρια του νταουλιέρη, χτύπησε στο έδαφος και έσπασε. Ένα μουδιασμένο «ωχ!» ακούστηκε από το πλήθος. Τα όργανα σταμάτησαν να παίζουν. Για μια στιγμή πάγωσαν όλοι.

Η ένταση φούντωσε. Κάποιοι άρχισαν να φωνάζουν, άλλοι πήγαν να επέμβουν. Η φασαρία δεν άργησε να ξεσπάσει, αλλά οι ψυχραιμότεροι παρενέβησαν και κατάφεραν να ηρεμήσουν τα πνεύματα πριν ξεφύγει η κατάσταση. Το γλέντι, ωστόσο, είχε τελειώσει. Η μαγεία είχε σπάσει σαν το νταούλι.

Ο κόσμος άρχισε σιγά-σιγά να διαλύεται. Άλλοι κοιτούσαν απορημένοι, άλλοι με κατανόηση, και κάποιοι με οίκτο. Ο Χρήστος, σκυθρωπός πια, πήρε το σακάκι του, το φόρεσε αργά, λες και βάραινε χίλια κιλά. Κοίταξε για μια στιγμή προς την εκκλησία – όχι με θυμό, αλλά με μια παράξενη συστολή. Έκανε το σταυρό του. Ίσως ζητούσε συγχώρεση, ίσως έδινε μια σιωπηλή εξήγηση στον Άγιο Αθανάσιο για το ξέσπασμά του.

Κι έπειτα έφυγε, μόνος του, με βήμα αργό αλλά αξιοπρεπές. Το χωριό τον παρακολουθούσε να χάνεται στον χωματόδρομο, κάτω απ’ το φως του απογευματινού ήλιου. Έφυγε όπως χόρεψε: με πάθος, με περηφάνια, και με μια πληγή που δεν χωρούσε λόγια.


ΑΝΑΛΥΣΗ

Ακολουθεί ανάλυση του διηγήματος «Το Γλέντι του Αγίου Αθανασίου», ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί για προσωπική εμβάθυνση:

Η Ψυχολογική Κατάσταση του Χρήστου Μπαντόλια

Ο Χρήστος Μπαντόλιας δεν ήταν απλώς ένας φτωχός χωρικός που ήθελε να χορέψει. Ήταν ένας άνθρωπος με βαθιά ριζωμένη ανάγκη να αναγνωριστεί, να εκφραστεί και να ανήκει. Η φτώχεια του δεν ήταν απλώς υλική· ήταν και κοινωνική, ήταν ένας αόρατος μανδύας που τον τύλιγε καθημερινά και τον κρατούσε στο περιθώριο της κοινότητας. Είχε μάθει να ζει με λίγα, αλλά εκείνη την ημέρα –τη μέρα του πανηγυριού, της χαράς και της συλλογικής εξύψωσης– θέλησε να σταθεί ισότιμα δίπλα στους συγχωριανούς του. Να πει, με το σώμα του και τον χορό του: «Είμαι κι εγώ εδώ, αξίζω κι εγώ μια θέση στον κύκλο».

Η είσοδός του στον χορό δεν ήταν μόνο σωματική· ήταν συμβολική. Ήταν ένα είδος δήλωσης, μια βουβή κραυγή: «Δείτε με!». Και πράγματι, για λίγο, κατάφερε να τραβήξει τα βλέμματα, να μαγέψει το πλήθος. Για εκείνα τα λίγα λεπτά, ο Χρήστος ένιωσε ελεύθερος. Σαν να χόρευε όχι μόνο με τα πόδια, αλλά με την ψυχή του ολόκληρη. Το σώμα του μετέφερε όσα δεν μπορούσαν να ειπωθούν με λόγια: την καταπίεση, τον καθημερινό μόχθο, τη μοναξιά, την ανάγκη για αγάπη και αποδοχή.

Όμως, εκεί που το όνειρο άρχιζε να χτίζεται, ήρθε η πρώτη ρωγμή: η διακοπή του τραγουδιού λόγω έλλειψης "κεράσματος". Ο Χρήστος δεν είχε χρήματα για να ρίξει χαρτούρα στα όργανα, και αυτό –σε ένα γλέντι όπου το κέρασμα ήταν ένδειξη τιμής, χαράς και συμμετοχής– σήμαινε για τους μουσικούς πως δεν άξιζε τον κόπο να παίζουν για εκείνον. Ήταν ένα κοινωνικό «όχι», ψυχρό και βουβό. Δεν του το είπαν κατάμουτρα – ήταν χειρότερο: του το έδειξαν.

Από εκείνο το σημείο, ο Χρήστος αρχίζει να φλέγεται από μέσα. Ο ενθουσιασμός μετατρέπεται σταδιακά σε ντροπή, και η ντροπή αυτή σε ταπείνωση. Αισθάνεται πως εκτίθεται δημόσια, πως όλο το χωριό βλέπει πως είναι φτωχός – κι αυτό, σε μια κοινωνία όπου η αξιοπρέπεια χτίζεται γύρω από το «φαίνεσθαι», είναι μαχαιριά. Η προσβολή που νιώθει δεν είναι απλώς εγωιστική, αλλά υπαρξιακή. Δεν προσβάλλεται γιατί δε συνεχίζουν το τραγούδι – προσβάλλεται γιατί του στερούν τον χώρο να εκφραστεί, να είναι άνθρωπος ανάμεσα σε ανθρώπους.

Όταν βλέπει πως τα όργανα επιμένουν στο άτονο παίξιμο, αισθάνεται περιφρονημένος. Στη δική του ψυχή, αυτή η αδιαφορία δεν είναι απλώς επαγγελματική, είναι η επιβεβαίωση πως δεν έχει θέση στον κύκλο – ότι, παρά το μεράκι και την ψυχή του, παραμένει ξένος, ανεπιθύμητος, περιττός. Και τότε, κάτι ραγίζει μέσα του.

Η κλωτσιά στο νταούλι δεν είναι απλώς μια πράξη θυμού· είναι μια συμβολική έκρηξη, μια αντίδραση απόγνωσης. Το νταούλι είναι το σύμβολο του γλεντιού, της χαράς, της αρμονίας – και με την κλωτσιά του, ο Χρήστος το καταστρέφει γιατί εκείνη τη στιγμή αισθάνεται πως όλα αυτά του έχουν αρνηθεί. Είναι σαν να φωνάζει: «Αφού δε με θέλετε, να μη χαρεί κανείς!». Είναι η στιγμή της απώλειας ελέγχου, αλλά ταυτόχρονα και μια ύστατη διεκδίκηση αξιοπρέπειας – έστω και μέσα από την καταστροφή.

Όταν το πλήθος παγώνει, όταν η μουσική σταματά, κι όταν ο ίδιος κοιτά προς την εκκλησία και κάνει τον σταυρό του, δεν είναι πια ο ίδιος. Είναι συντετριμμένος, αλλά συνειδητοποιημένος. Η πράξη του, όσο παρορμητική κι αν ήταν, δεν ήταν ελαφριά. Ήταν το αποτέλεσμα μιας μακράς εσωτερικής πάλης. Στην κίνησή του προς τον Άγιο, υπάρχει ένα ίχνος μετάνοιας, αλλά και ένα αίτημα κατανόησης. Σαν να λέει: «Δεν ήθελα να γίνει έτσι... αλλά δεν άντεξα».

Καθώς φεύγει, μόνος, η ψυχολογική του κατάσταση είναι ένα μείγμα απογοήτευσης, ντροπής και σιωπηλής πίκρας. Δεν τρέχει, δεν φεύγει με μανία. Περπατά αργά, σαν να κουβαλά στους ώμους του όλο το βάρος του κόσμου. Όμως μέσα του παραμένει απείραχτο ένα μικρό κομμάτι περηφάνιας. Δεν ζήτησε ελεημοσύνη, δεν προσκύνησε, δεν παραιτήθηκε. Χόρεψε, όσο μπόρεσε, και όταν ένιωσε πως τον προσβάλουν, αντέδρασε.

Ο Χρήστος, στην ουσία, είναι ένας τραγικός ήρωας σε μικροκλίμακα. Ένας απλός άνθρωπος που ήθελε να ζήσει μια στιγμή ισότητας και χαράς, αλλά το σύστημα των κοινωνικών συμβάσεων – η ανάγκη για προσφορά, η χαρτούρα, το “πρέπει” – του το στέρησε. Η ψυχή του, αν και ραγισμένη, παραμένει αληθινή. Το πέρασμά του απ’ τον χορό – κι ας κράτησε λίγο – θα μείνει στη μνήμη όχι ως πράξη ντροπής, αλλά ως μια έκρηξη ειλικρίνειας και ανθρώπινης ανάγκης.

Ψυχολογική Κατάσταση των Μουσικών

Οι μουσικοί του πανηγυριού –ο λαουτιέρης, ο κλαριντζής και ο νταουλιέρης– είναι επαγγελματίες, αλλά και αναπόσπαστο κομμάτι της παραδοσιακής κοινωνίας. Ζουν από τα κεράσματα, από τη λεγόμενη «χαρτούρα», και γνωρίζουν καλά πως η συμμετοχή τους στο γλέντι είναι αμειβόμενη, έστω και άτυπα.

Στην αρχή του πανηγυριού, παίζουν με κέφι· το πλήθος τους τιμά, οι χορευτές κερνάνε, όλα κυλούν με το ρυθμό της γιορτής. Όταν, όμως, έρχεται ο Χρήστος Μπαντόλιας να χορέψει χωρίς να δώσει χαρτούρα, κάτι αλλάζει στην ψυχολογία τους. Δεν είναι μόνο το χρηματικό ζήτημα, αν και αυτό είναι κρίσιμο: για εκείνους, είναι και θέμα αξιοπρέπειας, επαγγελματικής και προσωπικής.

Αισθάνονται ότι παραβιάζεται ένας άγραφος, αλλά ισχυρός κοινωνικός κανόνας: «Όποιος χορεύει, κερνάει». Δεν πρόκειται απλώς για φιλοδώρημα – είναι μια μορφή κοινωνικής ανταπόδοσης. Αν δεν την τηρήσουν, φοβούνται πως θα δημιουργηθεί προηγούμενο: πως ο κάθε «Χρήστος» θα ζητά να χορεύει δωρεάν, μειώνοντας έτσι τη δική τους αξία και επιβίωση.

Αυτό τους βάζει σε εσωτερική σύγκρουση. Βλέπουν τον Χρήστο να χορεύει με μεράκι, νιώθουν –πιθανόν– πως είναι αυθεντικός, αλλά επιλέγουν συνειδητά να κρατήσουν μια στάση επαγγελματικής απόστασης, που φανερώνεται στο άτονο και απρόθυμο παίξιμο. Το βλέμμα που ανταλλάσσουν μεταξύ τους πριν συνεχίσουν το δεύτερο τραγούδι δείχνει δισταγμό, ίσως και ενόχληση, όχι τόσο για τον άνθρωπο, όσο για το τι αντιπροσωπεύει η πράξη του: μια παραβίαση της κοινωνικής «συμφωνίας».

Όταν ο Χρήστος τους κάνει νόημα να παίξουν πιο ζωηρά και αυτοί επιμένουν στο άτονο ύφος, ίσως να πιστεύουν πως τον "τιμωρούν" με διακριτικό τρόπο. Δεν τον προσβάλλουν κατά μέτωπο· δεν του λένε "δεν παίζουμε για σένα", αλλά το κάνουν σιωπηλά. Αυτή η παθητική στάση, όμως, εμπεριέχει ένα είδος κυνισμού. Δεν βλέπουν τον άνθρωπο μπροστά τους – βλέπουν μια "ανωμαλία" στο σύστημα.

Και όταν δέχονται την κλωτσιά –κυρίως ο νταουλιέρης που βλέπει το όργανό του να σπάει–, σοκάρονται. Απότομα περνούν από τη χαλαρή απροθυμία στην ταπείνωση και τον θυμό. Τώρα είναι αυτοί που προσβάλλονται. Και όχι μόνο επαγγελματικά – αλλά και προσωπικά. Το νταούλι δεν είναι απλώς εργαλείο· είναι προέκταση του εαυτού τους. Η καταστροφή του είναι για εκείνους απεχθής πράξη επιθετικότητας.

Πού γέρνει το δίκιο;

Το ερώτημα αυτό δεν έχει εύκολη απάντηση – όπως όλα τα ανθρώπινα δράματα. Όμως, ας το δούμε από δύο σκοπιές:

1. Ανθρώπινα – ηθικά:

Το δίκιο γέρνει προς τον Χρήστο Μπαντόλια.

Ήταν ένας άνθρωπος φτωχός, αλλά τίμιος και περήφανος. Δεν ζήτησε ελεημοσύνη· δεν παρακάλεσε να χορέψει. Χόρεψε με την ψυχή του, ζητώντας μια στιγμή χαράς, ισότητας και ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Δεν αδίκησε – δεν απείλησε – δεν εκμεταλλεύτηκε κανέναν. Ζήτησε το ελάχιστο: να ακουστεί η ψυχή του μέσα από ένα τραγούδι.

Αντιθέτως, η στάση των μουσικών –αν και επαγγελματικά δικαιολογημένη– έδειξε έλλειψη ευαισθησίας. Μπορούσαν να παίξουν με μεράκι για έναν άνθρωπο που χόρευε με τόσο πάθος, έστω και χωρίς χαρτούρα. Αντί γι’ αυτό, τον «στέγνωσαν» ηχητικά – του αφαίρεσαν τη δυνατότητα έκφρασης. Σε έναν κόσμο που σπανίζει η αυθεντικότητα, τιμώρησαν την αληθινή συγκίνηση.

2. Κοινωνικά – πρακτικά:

Το δίκιο μπορεί να γέρνει και προς τους μουσικούς.

Αν δούμε το γεγονός υπό το πρίσμα της καθημερινής βιοπάλης, οι μουσικοί δεν είναι πλούσιοι – και αυτοί παλεύουν να επιβιώσουν. Το πανηγύρι είναι δουλειά τους, όχι απλώς διασκέδαση. Αν κάθε χορευτής χόρευε χωρίς να πληρώσει, πώς θα συντηρούσαν τον εαυτό τους; Έκαναν μια επιλογή – σκληρή ίσως – αλλά κοινωνικά αποδεκτή στην εποχή τους. Δεν απέβαλαν τον Χρήστο, αλλά του έδειξαν με τρόπο το «όριο» που επέβαλε η οικονομική συνθήκη.

Συμπερασματικά:

Το δίκιο, όπως συχνά συμβαίνει στην ανθρώπινη ζωή, μοιράζεται, αλλά όχι ισότιμα.

Οι μουσικοί είχαν το τυπικό δίκιο με το μέρος τους.

Ο Χρήστος είχε το ουσιαστικό δίκιο: αυτό που υπαγορεύεται από την καρδιά και την ανάγκη για αξιοπρέπεια.

Η πράξη του –η κλωτσιά στο νταούλι– ήταν βίαιη, ναι. Μα δεν ήταν εγκληματική· ήταν μια κραυγή που δεν χωρούσε αλλού. Ίσως, αν υπήρχε λίγη κατανόηση παραπάνω, να μην είχε φτάσει εκεί. Ίσως, αν το τραγούδι παιζόταν όπως έπρεπε, ο Χρήστος να έφευγε χορεύοντας – και το γλέντι να συνεχιζόταν.

Και τούτο, ίσως, να είναι το πιο τραγικό: ότι όλοι έχασαν εκείνη τη μέρα, επειδή κανείς δεν έσκυψε λίγο πάνω από την ψυχή του άλλου.



Παρασκευή 27 Ιουνίου 2025

Μια στάση στο χρόνο

 

Η φωτογραφία τραβήχτηκε τις Απόκριες του 1980, στο καφενείο του «Καστρακίδα» του χωριού. Πέντε φίλοι, νέοι τότε, ο Στέφανος, ο Σωτήρης, ο Δημήτρης, ο Μιχάλης κι ο Θανάσης, με εκείνο το φως της ανεμελιάς στα πρόσωπά τους. Οι τέσσερις κάθονται γύρω από ένα τραπέζι - μπροστά τους μπουκάλια με αναψυκτικά «Κλιάφα», ίσως πορτοκαλάδα ή λεμονάδα. Ο πέμπτος στέκεται όρθιος από πίσω τους, λες και ήρθε μόλις για να χωρέσει κι αυτός στη στιγμή.

Πιο πίσω στον τοίχο, το τζουκ-μποξ παίζει. Έχει φως και χρώμα και σίγουρα παίζει τραγούδια που διάλεξαν με φωνές και κέρματα. Ίσως κάποιο ζεϊμπέκικο, ίσως κάτι για τον έρωτα ή τη φιλία. Λίγα κομφετί στο κεφάλι, στο πάτωμα και πάνω στα παντελόνια τους μαρτυράνε πως είναι Απόκριες - αλλά δεν χρειάζονται στολές όταν η νιότη είναι από μόνη της μεταμφίεση.

Δύο από αυτούς, οι δύο μεσαίοι που κάθονται δίπλα δίπλα, δεν ζουν πια. Όμως στη φωτογραφία είναι ζωντανοί, μιλούν, γελούν, ακούν τη μουσική. Η εικόνα κρατάει μία ανάσα από το παρελθόν, ένα μικρό θαύμα καθημερινότητας. Δεν ποζάρουν. Είναι απλώς εκεί – φίλοι, μια στιγμή πριν τους σκορπίσει ο χρόνος.

Και ίσως τελικά αυτό να είναι το πιο συγκινητικό: ότι τότε δεν ήξεραν πως η στιγμή θα γίνει ανάμνηση. Εμείς το ξέρουμε τώρα, και τη φυλάμε σαν κάτι πολύτιμο.


Πέμπτη 26 Ιουνίου 2025

Ο Βίκτωρας: Παιδικά χρόνια στο χωριό με τη ματιά του Χάρη Αγγελή

 Μια ζεστή ματιά στα παιδικά χρόνια του συγγραφέα και των φίλων του, στο χωριό της δεκαετίας του ’60, προσφέρει το υπό έκδοση βιβλίο «Βίκτωρας» του Χάρη Αγγελή. Με νοσταλγία, χιούμορ και ευαισθησία, ο συγγραφέας καταγράφει στιγμές αθωότητας, περιπέτειες και εικόνες μιας εποχής που χάνεται – τότε που η αυλή, το χωράφι και ο χωματόδρομος γίνονταν τόποι θαυμάτων για τα παιδιά. Ο Βίκτωρας, ένας από τους κεντρικούς ήρωες του βιβλίου, ζωντανεύει με τρόπο αυθεντικό και συγκινητικό, ως φορέας μνήμης αλλά και ζωντανής σχέσης με τον τόπο.

Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι μια γεύση από εκείνα τα χρόνια, όπως τα είδε και τα θυμήθηκε ο συγγραφέας.

Καθώς πλησίαζε ο Αύγουστος, ο ήλιος έκαιγε περισσότερο. Οι τρεις φίλοι προτιμούσαν τον ίσκιο που έριχναν τα τεράστια δέντρα μπροστά και πίσω από την εκκλησία. Ο Πίπης, όπως έκανε με τις κολοφωτιές, άρχισε να κάνει τώρα με τους τζίτζηκες. Είχε μανία να τους πιάνει, να τους δένει σ’ ένα σκοινί και να το κρεμάει από μια θηλιά στο παντελόνι του. Έτσι έκανε με τους “παππούδες”, όπως έλεγε αυτούς που κάθονταν χαμηλά στους χοντρούς και ρυτιδιασμένους κορμούς των μεγάλων δέντρων και τεμπέλιαζαν βγάζοντας ένα βραχνό και αργό τζου–τζου–τζου. Οι άλλοι, που κάθονταν ψηλά στα τρυφερά κλαδιά, ήταν μεγαλύτεροι, ζωηρότεροι, τζιτζίριζαν γρήγορα και δυνατά, μέχρι που σε ξεκούφαιναν. Αν κατάφερνε να πιάσει, ανεβαίνοντας σιγά-σιγά στο δέντρο, έναν τέτοιον, του ’βαζε ένα άχυρο στον πισινό και τον αμολούσε να πετάξει, δήθεν σαν αεροπλάνο. Οι καημένοι οι τζίτζηκες πετούσαν λίγο κι έπεφταν αμέσως στο χώμα, πληγωμένοι θανάσιμα από το τρύπημα του άχυρου.

Μέσα κι έξω από τον περίβολο της εκκλησίας σύχναζε και ο Πραξιτέλης. Ήταν ένας μεγάλος άντρας, παντρεμένος, με δυο κορίτσια και ένα παιδί. Είχε το κεφάλι κουρεμένο σαν σχολιαρόπαιδο και στα χέρια του κρατούσε πάντοτε ένα μπαστούνι. Δεν δούλευε ποτέ· περπατούσε και μιλούσε μόνος του, γελούσε, τραγουδούσε, αλλά μερικές φορές νευρίαζε απότομα και ήταν σαν να μάλωνε με κάποιον αόρατο άνθρωπο. Πετούσε πέτρες, φώναζε, κουνούσε το μπαστούνι, βρισκόταν γενικά εκτός εαυτού. Τέτοιες στιγμές τα παιδιά το ’βαζαν στα πόδια και εξαφανίζονταν. Όταν όμως ήταν ήρεμος, μιλούσε στα παιδιά σαν πατέρας κι έπαιζε μαζί τους σαν παιδί. Σαν μαθητής στο σχολείο ήταν άριστος, αφού και τώρα τα δύσκολα προβλήματα που έβαζε ο δάσκαλος και δεν μπορούσαν να τα λύσουν οι καλοί μαθητές, τα ’φερναν και τα ’λυνε πολύ γρήγορα ο Πραξιτέλης. Κάτι είχε πάθει στον πόλεμο, έλεγαν οι χωριανοί, και τσιακατίστηκε το μυαλό του.

Το σπίτι του Πραξιτέλη βρισκόταν στη δυτική πλευρά της εκκλησίας. Αριστερά του υπήρχε το μπακάλικο του Καραμήτσιου και δεξιά του το καμίνι του Καλαμπάκα. Μπροστά, κι από την άλλη μεριά του δρόμου, έξω από το περιβόλι της εκκλησίας, ήταν το κοινοτικό γραφείο, που παλιά οι χωριανοί το είχαν για δημοτικό σχολείο.

Μια Κυριακή, μετά τη λειτουργία, ήρθε ένας κύριος με άσπρο πουκάμισο, γκρι παντελόνι, παρδαλά καρακαξένια σκαρπίνια και ένα ψάθινο καπέλο, που πότε το ’βαζε στο κεφάλι και πότε το κρατούσε στα χέρια κι έκανε αέρα στο πρόσωπο. Περπατούσε με τον γραμματικό του παππού, τον Μήτσο, και κοίταζαν τα μεγάλα δέντρα. Όταν είδε τους ξυπόλητους πρίγκιπες με τα ισχνά ποδαράκια, τα μαυρισμένα πρόσωπα και τις στεγνές μύξες κάτω από τη μύτη, τους φώναξε κοντά του. Με το κάτασπρο κι απαλό, δεσποτίσιο χέρι του, έβγαλε ένα δίφραγκο και το έδωσε στον Βίκτωρα.

— Πάτε, λέει, στο μπακάλη να σας δώσει καραμέλες.

Ένα δίφραγκο ολόκληρο – το βάσταξαν στα χέρια τους όλοι με τη σειρά, το ζύγιαζαν, το επεξεργάζονταν – κι ο Σιούλας είπε πως το φαλακρό κεφάλι από τη μια μεριά είναι του βασιλιά και από την άλλη η κορώνα του.

— Τι καραμέλες θέλετε; φώναξε δυνατά ο χοντρός μπακάλης, επειδή ήταν κουφός και δεν άκουγε καλά!

Ώσπου να κοιταχτούν και να αποφασίσουν μεταξύ τους οι πρίγκιπες...

— Ξεμπλέτσωτες! φωνάζει δυνατά ο Πίπης.

Ένα μεγάλο χωνί από παλιά εφημερίδα γέμισε μακρουλές, γυμνές, χωρίς περιτύλιγμα καραμέλες. Τις πήραν κι έτρεξαν στα χαϊάτια της εκκλησίας. Έκατσαν και τις μοίραζαν μία – μία. Επειδή ήταν πολλές, έριξε την ιδέα ο Πίπης να πάνε πίσω τις μισές και να κρατήσουν τη δραχμή, να πάρουν παγωτό στο πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου.

— Τι χαζομάρες λες; είπε ο Σιούλας, κι έτσι έληξε η συζήτηση και η μοιρασιά.


Εκδρομή του Φ.Ι.ΛΟ.Σ. στη ΝΑ Αλβανία (Κορυτσά - Μοσχόπολη - Πόγραδετς)

 

Η διήμερη εκδρομή στη νοτιοανατολική Αλβανία (Κορυτσά - Μοσχόπολη - Πόγραδετς), που οργάνωσε ο Φ.Ι.ΛΟ.Σ. Τρικάλων σε συνεργασία με το γραφείο CHIC TRAVEL του Χρήστου Αντωνόπουλου στις 21-22 Ιουνίου, ήταν μια ευχάριστη έκπληξη για όσους συμμετείχαμε σ’ αυτή. Κι αυτό γιατί γνωρίσαμε μια άλλη Αλβανία, η οποία δεν έχει καμιά σχέση με αυτή που ήταν πριν από μερικά χρόνια. Τώρα είδαμε μια ευρωπαϊκή χώρα με ευχάριστες εικόνες, ανθρώπους εργατικούς, φιλοπρόοδους και φιλικούς. Το μέρος αυτό της Βορείου Ηπείρου ξεχωρίζει είναι πλέον πόλος έλξεως πολλών ξένων τουριστών.

Ξεκινήσαμε από Τρίκαλα και περνώντας έξω από τα Γρεβενά και την Καστοριά φτάσαμε στον Μεθοριακό Σταθμό της Κρυσταλλοπηγής, στα σύνορα Ελλάδας -Αλβανίας. Περάσαμε τον έλεγχο των διαβατηρίων ή ταυτοτήτων και σταματήσαμε για καφέ στη Βίγλιστα (Bilisht), την πρώτη κωμόπολη που βρίσκεται προς την κατεύθυνση για Κορυτσά. Όλοι μας εκπλαγήκαμε από την αισθητική του χώρου (καφετέρια με μεγάλο υπαίθριο χώρο με δέντρα, καλλωπιστικά φυτά, εικαστικά έργα), από την καθαριότητα, από τις προσφερόμενες υπηρεσίες και φυσικά από τις τιμές. 

Έχοντας πλέον μαζί μας έναν εξαιρετικό ομογενή ξεναγό, ο οποίος ανέφερε, ανέλυε και ερμήνευε οτιδήποτε συναντούσαμε στον δρόμο μας, συνεχίσαμε να ταξιδεύουμε στον ομαλό πλέον δρόμο μέσα στον κάμπο προς την Κορυτσά (850μ). Παρατηρώντας τα πυροβολεία της εποχής του Χότζα, το στενό δρομάκι που την ίδια εποχή εξυπηρετούσε την ελάχιστη κίνηση προς Ελλάδα, τα χωράφια που έμειναν ακαλλιέργητα λόγω έλλειψης εργατικού δυναμικού, καθώς οι νέοι φεύγουν προς Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη για καλύτερα μεροκάματα, τις βίλες που έστεκαν κλειστές, εφόσον οι ιδιοκτήτες τους είχαν μεταναστεύσει, φτάσαμε στην Κορυτσά.

Εκεί κάναμε έναν γύρο με το λεωφορείο για να έχουμε μία σφαιρική εικόνα της πόλης και επισκεφτήκαμε τον καθεδρικό ναό της Αναστάσεως του Κυρίου. Ο ναός είναι γνωστός για την εντυπωσιακή του αρχιτεκτονική και τα χρώματά του. Άρχισε να ανεγείρεται μετά το 1994 για να καλύψει το κενό που δημιουργήθηκε από την κατεδάφιση πολλών ορθόδοξων ναών στην πόλη, η οποία έχει έντονη ορθόδοξη παράδοση. Ο θεμέλιος λίθος τοποθετήθηκε στις 2 Αυγούστου 1994 από τον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο. Πρόκειται για έναν από τους μεγαλύτερους ορθόδοξους ναούς στην Αλβανία.

Μετά το προσκύνημά μας στον καθεδρικό ναό, συνεχίσαμε το ταξίδι μας προς τη Μοσχόπολη (Voskotopjia), η οποία βρίσκεται σε ένα όμορφο οροπέδιο που χωρίζεται από μικρούς λοφίσκους, ενώ χαρακτηριστικής ομορφιάς είναι και το πευκόδασός της. Η Μοσχόπολη είναι ένα ιστορικό ελληνοβλαχικό χωριό σε υψόμετρο 1200μ, που στα χρόνια της ακμής της (1700-1769) υπήρξε μεγάλο ελληνικό πνευματικό και εμπορικό κέντρο. Ξεχώριζε για τα σχολεία της, τις εκκλησίες με σπάνιες αγιογραφίες και την περίφημη βιβλιοθήκη της. Εκεί ιδρύθηκε και το πρώτο τυπογραφείο των Βαλκανίων (1720). Σήμερα η Μοσχόπολη είναι ένας γραφικός οικισμός με παραδοσιακή αρχιτεκτονική, πέτρινα σπίτια, λίγες αλλά εντυπωσιακές εκκλησίες με εξαιρετικές τοιχογραφίες (οι πάμπολλες που είχε στην ακμή της καταστράφηκαν), όμορφη αρχιτεκτονική, λιθόστρωτους δρόμους, καλαίσθητα εστιατόρια και πώληση τοπικών προϊόντων. Όλα αυτά σε συνδυασμό με την ηρεμία του τοπίου μας γοήτευσαν.

Με τις εικόνες αυτές στο μυαλό μας, που έδωσαν πολλή τροφή για σκέψεις, αφήσαμε πίσω μας τη Μοσχόπολη και κατεβήκαμε στην Κορυτσά (το Παρίσι των Βαλκανίων, όπως την αποκαλούσαν), που εντυπωσιάζει με την αρχιτεκτονική της, την καθαριότητα και την έντονη πολιτιστική της ταυτότητα. Τακτοποιηθήκαμε νωρίς το απόγευμα στο Grand Hotel Palace και είχαμε ελεύθερο χρόνο να γνωρίσουμε τις ομορφιές της πόλης. Χαλαρώσαμε στο τεράστιο Parku Rinia (Πάρκο Nεότητας) που βρίσκεται στο κέντρο της πόλης. Είδαμε το αναστηλωμένο σοσιαλιστικού ρυθμού θέατρο Andon Zako Çajupi, που αποδεικνύει γιατί η πόλη αυτή θεωρείται μέχρι σήμερα πολιτιστική καρδιά της Αλβανίας. Απολαύσαμε την βόλτα στον λιθόστρωτο πεζόδρομο του Shen Gjergji (Αγίου Γεωργίου) με τα καφέ, τα παραδοσιακά σπίτια (εντυπωσίασε το «σπίτι του Σεφέρη» όπου πλέον στεγάζεται το Ελληνικό Προξενείο), το Δημαρχείο και το κτίριο του 1ου Αλβανικού Σχολείου που ιδρύθηκε το 1902. Κάναμε τα ψώνια μας στο Παζάρι, περπατήσαμε στην παλιά αναπαλαιωμένη πόλη με  τα μικρά σοκάκια,  τα παραδοσιακά διώροφα  σπιτάκια, τα πολύχρωμα μαγαζάκια με σουβενίρ και τα πολλά εστιατόρια και καφετέριες. Το μέρος αυτό της πόλης  ξεχωρίζει για τη vintage αισθητική του και επιτρέπει στους επισκέπτες να δουν και να ζήσουν μέρος της ομορφιάς του παρελθόντος. Το Παζάρι της Κορυτσάς έχει ανακηρυχθεί Πολιτιστικό Μνημείο της Αλβανίας και αριθμεί 138 μνημεία πολιτισμού πρώτης κατηγορίας. 

Τη δεύτερη ημέρα, το πρωί, επισκεφθήκαμε το Μουσείο Εθνογραφίας και Βυζαντινής Τέχνης, στο οποίο εκτίθενται εκατοντάδες φορητές εικόνες, πολλά βημόθυρα εκκλησιών και ένα τέμπλο, τα οποία διασώθηκαν από την καταστροφή των εκκλησιών κατά την δικτατορία του Εμβέρ Χότζα.

Κατόπιν μεταβήκαμε στο γραφικό Πόγραδετς, στις αλβανικές ακτές της λίμνης Οχρίδας. Το Πόγραδετς είναι τόπος καταγωγής των γνωστότερων συγγραφέων της Αλβανίας. Έχει κληρονομήσει ένα βαρύ καλλιτεχνικό όνομα που εκφράζεται στον χολιγουντιανής έμπνευσης κεντρικό πεζόδρομο - πάρκο της πόλης με τα ονόματα συγγραφέων, ενώ  φημίζεται για τα δυναμικά πολιτιστικά φεστιβάλ που φιλοξενεί κάθε καλοκαίρι. Το μεγάλο πάρκο Drilon, τα καταπράσινα τοπία, η φυσική ομορφιά της περιοχής (νιώσαμε πως βρεθήκαμε σε κάποιο παραθαλάσσιο χωριό του Αιγαίου), ο καθαρός αέρας και η γαλήνη της λίμνης πρόσφεραν στιγμές χαλάρωσης και ξεκούρασης. Μια βόλτα στην παραλία και ο χρόνος για φαγητό και καφέ δίπλα στο πεντακάθαρο νερό ολοκλήρωσαν ιδανικά την εκδρομή.

Η διήμερη εκδρομή στην νοτιοανατολική Αλβανία (Βόρειο Ήπειρο), άφησε σε όλους τις καλύτερες εντυπώσεις. Ο συνδυασμός φύσης, πολιτισμού και αυθεντικής φιλοξενίας συνέβαλε στο να μείνει βαθιά χαραγμένη στη μνήμη όλων. Στην πόλη της Κορυτσάς μας εντυπωσίασαν οι φαρδείς δρόμοι με τα μεγάλα πεζοδρόμια και τις δεντροστοιχίες τους, τα μεγάλα και καθαρά πάρκα αναψυχής, τα όμορφα σιντριβάνια, τα πολλά νέα ζευγάρια με τα μικρά παιδιά τους που βόλταραν στους λιθόστρωτους πεζόδρομους, οι καθαρές ταβέρνες και καφετέριες, οι πολλές διαβάσεις πεζών, στις οποίες σταματούσαν όλοι οι οδηγοί και γενικά η φιλική συμπεριφορά των κατοίκων, πολλοί εκ των οποίων μιλούσαν ελληνικά.

Κατά την διαδρομή μας προς Μοσχόπολη και Πόγραδετς μας εντυπωσίασαν οι επιμελημένες καλλιέργειες φασολιών και ντομάτας, καθώς και τα περιβόλια με μηλιές και δαμασκηνιές. Τα καταστήματα και τα μανάβικα ήταν ανοιχτά τόσο το Σάββατο βράδυ όσο και την Κυριακή το πρωί λόγω ανταγωνισμού, παρείχαν δε τα πάντα, όπως και στην Ελλάδα. 


Κατά την επιστροφή κάναμε μια στάση στην Καστοριά για καφέ ή αναψυκτικό. Εκεί πλέον επιστρέψαμε στην ελληνική πραγματικότητα.

Σημαντικός παράγοντας στην επιτυχή έκβαση της εκδρομής μας αποτέλεσε ο επαγγελματισμός του τουριστικού γραφείου Chick Travel του Χρήστου Αντωνόπουλου που εκτός από την άψογη οργάνωση (πλήρες πρόγραμμα, εξαιρετική ξενάγηση, καλό ξενοδοχείο), διαθέτει και VIP λεωφορείο, οι προδιαγραφές του οποίου ικανοποιούν και τον πιο απαιτητικό ταξιδιώτη.

Ελένη Τζαβέλλα


 

Μουσικό Καλοκαίρι με τη ΣΟΝΤ και τη Spira Minore! Δύο νεανικές ορχήστρες, μία αξέχαστη βραδιά!

 

Ο Σύλλογος Φίλων της Μουσικής Τρικάλων σάς προσκαλεί σε μια μοναδική συναυλία με τη Συμφωνική Ορχήστρα Νέων Τρικάλων (ΣΟΝΤ) και το μουσικό σύνολο Spira Minore από τη Θεσσαλονίκη! Την Κυριακή 29 Ιουνίου 2025 Ώρα 8.30 μ.μ. στο Πνευματικό Κέντρο Δήμου Τρικκαίων.

Υπό τη διεύθυνση των Στέφανου Σεκέρλογλου και Δήμητρας Κατιώνη, οι δύο ορχήστρες παρουσιάζουν έργα κλασικής, κινηματογραφικής και παραδοσιακής μουσικής.

Είσοδος ελεύθερη.



Τετάρτη 25 Ιουνίου 2025

Η προίκα της νύφης

 

Κάπου στην καρδιά του Βαλτινού, εκεί που ο χρόνος έχει μιαν άλλη ροή, μια φωτογραφία παγώνει μια στιγμή φορτισμένη από μνήμη και παράδοση. Ένα κάρο, ταπεινό μα γεμάτο νόημα, παρκαρισμένο κάτω από τη βεράντα ενός πλίθινου σπιτιού, γίνεται το κέντρο ενός άγραφου τελετουργικού: η προίκα της νύφης.

Οι δύο νεαρές κοπέλες, βλάμισσες του γάμου, σκύβουν με φροντίδα και ευλάβεια πάνω από τα προικιά – στρωσίδια, κουβέρτες, σεντόνια, πετσέτες. Δεν είναι απλώς αντικείμενα, είναι τα χνάρια μιας ζωής που ετοιμάζεται να ξεκινήσει. Τα στοιβάζουν με σειρά, σαν να τα ντύνουν με σιωπηλές ευχές για αγάπη, για ευημερία, για σπιτικό γεμάτο ζεστασιά.

Πάνω απ’ αυτές, από τα ξύλινα κάγκελα της βεράντας, ξεπροβάλλουν οι βλάμηδες. Σιωπηλοί εργάτες της τελετής, με πρόσωπα που κουβαλούν μια παράξενη μίξη συγκίνησης και περηφάνιας, παραδίδουν τα προικιά ένα ένα, σαν να παραδίδουν ένα κομμάτι από την ιστορία του σπιτιού.

Και η ρόδα του κάρου, σκεπασμένη με ξεραμένη λάσπη από τους χωμάτινους  δρόμους του χωριού, μαρτυρά πορείες και περάσματα. Η λάσπη δεν είναι βάρος, είναι μαρτυρία. Δείχνει ότι τούτη η στιγμή είναι καρπός διαδρομής - της νύφης, της οικογένειας, της κοινότητας.

Στην αυλή, ο κόσμος του γάμου παρατηρεί, συμμετέχει σιωπηλά ή με χαμόγελα, σαν μάρτυρες σε μια ιεροτελεστία. Είναι όλοι εκεί: όχι μόνο για να δουν, αλλά για να νιώσουν, να θυμηθούν, να γίνουν κι αυτοί μέρος του εθίμου που δεν είναι πια απλή παράδοση, αλλά ένας ύμνος στην έννοια του «μαζί».

Μια φωτογραφία που δεν απεικονίζει απλώς ένα στιγμιότυπο, κουβαλά μαζί της το άυλο βάρος του παρελθόντος και τη σιωπηλή υπόσχεση του μέλλοντος. Ένα πέρασμα, από το παλιό στο νέο, με κάρο, με προίκα, με μνήμες.


Τρίτη 24 Ιουνίου 2025

«Στον πόντο του μόχθου»

 

Στον τόπο μας, κάτω από τον απλό ουρανό και μέσα στο άγιο φως του μόχθου, τέσσερις άντρες σκύβουν τον ώμο στην καρδιά της γης. Το σιτάρι, καρπός μιας σκληρής άνοιξης και ενός ανυπόμονου καλοκαιριού, τώρα θερίζεται, στοιβάζεται, φορτώνεται — και η ζωή συνεχίζει τη στροφή της, όπως οι κύκλοι των εποχών.

Ο πόντος, εκείνη η απλή ξύλινη σανίδα, γίνεται γέφυρα ανάμεσα στη γη και τη διαδρομή του σπόρου προς τη σιωπηλή αποθήκη. Κάθε βήμα επάνω του δεν είναι απλώς ένα πέρασμα˙ είναι υπόμνηση της ευθύνης, της παράδοσης, του ιδρώτα που δεν γράφεται σε βιβλία, μα ζυμώνει το ψωμί στο τραπέζι.

Τα πρόσωπα αυτών των ανθρώπων δεν φωνάζουν˙ σιωπούν. Μα η σιωπή τους έχει τη βαρύτητα του χρόνου. Κάθε τους κίνηση κουβαλάει μνήμες πατέρων και παππούδων, σε μια εργασία που είναι ταυτόχρονα αγώνας, ανάγκη και μυσταγωγία. Το βλέμμα τους, προσηλωμένο αλλά ήρεμο, δεν ζητά ούτε έπαινο ούτε λύπηση. Μόνο αναγνώριση της ανθρώπινης δύναμης που δουλεύει δίχως φανφάρες, αλλά με πίστη.

Το φορτίο στην πλάτη τους δεν είναι μόνο σιτάρι. Είναι ιστορία. Είναι η επιμονή της ζωής να συνεχίζεται εκεί όπου το χώμα ποτίζεται με κόπο και ελπίδα. Είναι η βεβαιότητα ότι, ακόμη κι αν όλα αλλάξουν, ο θερισμός θα επιστρέφει — και κάποιοι θα τον σηκώνουν στις πλάτες τους, σαν ιερή λειτουργία.

Σ' αυτή τη φωτογραφία, ο χρόνος σταματά. Και μέσα σ’ αυτή τη στάση, ο θεσσαλικός κάμπος γίνεται σύμπαν ολόκληρο. Ένα σύμπαν που πατάει στον πόντο, ισορροπεί πάνω στην ευθραυστότητα του μόχθου — και, με πείσμα, βαδίζει μπροστά.


ΚΑΛΕΝΤΟΥΛΑ

 

Για κάποιον ανεξήγητο λόγο η καλέντουλα ή απλώς η μαντζουράνα μού φάνταζε πάντα σαν ένα παρακατιανό λουλούδι. Όταν τις φύτευε η μάνα μου στον κήπο, μού έμοιαζαν σαν απόβλητες τσιγγάνες των λουλουδιών. Όμως αυτές ήταν επίμονες και ατίθασες. Φύτρωναν και ξαναφύτρωναν από μόνες τους και πολλαπλασιάζονταν, διακατεχόμενες από μια παράξενη ευθυμία, που πήγαζε μέσα από την πολυετή τους αντοχή. Γελούσαν. Αυτό με θύμωνε περίεργα. Όταν όμως κάποιος μου υπέδειξε να αποξηράνω τα άνθη τους και να γευτώ χειμωνιάτικα το κίτρινο αφέψημά τους, τότε άλλαξα γνώμη εντελώς. Στην καθυστερημένη δοκιμή της γεύσης τους βρήκα κάτι σαν ελιξίριο και στη θωριά τους πλέον περισσή ευγένεια και ομορφιά.

Καλημέρα, λοιπόν, καλέντουλα, καλημέρα στη ζωηράδα της ομορφιάς σου σήμερα και πάλι.

Του Ηλία Κεφάλα

Δευτέρα 23 Ιουνίου 2025

«Στην Σκιά του Ηλιοβασιλέματος»

 

Κάτω από το χρυσό φως του απογεύματος, ο θεσσαλικός κάμπος μοιάζει να αναστενάζει μαζί με τα κάρα, φορτωμένα με άχυρο και χόρτα. Τα ξύλινα τροχοφόρα περπατούν αργά, σαν να χορεύουν στον ρυθμό του ήλιου που κατηφορίζει αργά στο δυτικό ορίζοντα. Ο ουρανός βάφεται με τα χρώματα του ηλιοβασιλέματος, σαν να μοιράζεται με τη γη την τελευταία του φωτεινή χάρη για την ημέρα.

Κάθε κάρο είναι ένα σύμβολο της αέναης εργασίας, του κόπου και της αντοχής του αγρότη που μοιάζει να γράφει ιστορίες στο χώμα με το χέρι του, να μοιράζει τον ιδρώτα του με την ίδια την γη που τον τρέφει. Τα φορτία των καλαμιών, σαν μικρές αναμνήσεις από καλοκαίρια περασμένα, φέρνουν μαζί τους το άρωμα της σκληρής δουλειάς και της απλότητας του καθημερινού αγώνα.

Το τοπίο αυτό, αν και γεμάτο από τη σκληρότητα του μόχθου, κουβαλά μια μαγεία. Ο ήχος των τροχών που τρίζουν στη σιωπή της φύσης, οι μακριές σκιές που χορεύουν στην υγρασία του απογεύματος, όλα συνθέτουν ένα αθόρυβο συμφωνικό έργο για εκείνους που έχουν μάθει να ακούν τα μυστικά της γης. Ο αγρότης, με την ολόκληρη ζωή του κρυμμένη στην κοιλότητα των χεριών του, είναι μέρος αυτού του τοπίου, σχεδόν αόρατος, σαν μια σκιά που περνά από το φως του ηλιοβασιλέματος.

Και καθώς το φως χάνεται πίσω από τα βουνά, αφήνοντας το τοπίο να βυθιστεί στο δροσερό σκοτάδι, το κάρο συνεχίζει την πορεία του, σχεδόν αδιάφορο για τον χρόνο, σχεδόν αδιάφορο για την ύπαρξή του στο σύμπαν αυτό το μικρό κομμάτι χώματος και ουρανού, που όμως είναι το σπίτι του, το σπίτι όλων αυτών των ανθρώπων που με μόχθο και πάθος φροντίζουν το έδαφος για να το δώσουν πίσω στη ζωή.


Εντυπωσιακά αρχαιολογικά ευρήματα από την αρχαία Πέλιννα

 

Εντυπωσιακά είναι τα αρχαιολογικά ευρήματα του νομού μας, τα οποία φιλοξενούνται στο Αθανασάκειο Αρχαιολογικό Μουσείο Βόλου — ένα από τα παλαιότερα μουσεία της χώρας και, μέχρι πρότινος, το κεντρικό αρχαιολογικό μουσείο της Θεσσαλίας. Το μουσείο ανεγέρθηκε το 1909 με δαπάνη του Αλέξιου Αθανασάκη, από την Πορταριά του Πηλίου. Πρόκειται για ένα ισόγειο νεοκλασικό κτήριο, συνολικής επιφάνειας 870 τ.μ., με επτά χώρους έκθεσης.

Αρχαία Πέλιννα

Τα ευρήματα της αρχαίας Πέλιννας, τα οποία εκτίθενται σε ειδική αίθουσα, κεντρίζουν το ενδιαφέρον των επισκεπτών. Η Πέλιννα (ή Πελινναίον), πόλη της τετράδος Εστιαιώτιδος, εκτεινόταν στην αριστερή όχθη του Πηνειού ποταμού, στη δυτική Θεσσαλία, ανάμεσα στην Τρίκκη και τη Φαρκαδώνα.

Σύμφωνα με τον Αρριανό, από την πόλη της Πέλιννας πέρασε το 335 π.Χ. ο Μέγας Αλέξανδρος με τον στρατό του, κατά την αιφνίδια εκστρατεία του εναντίον των Θηβαίων. Οι κάτοικοι της Πέλιννας ακολούθησαν τους Μακεδόνες σε όλες τις επιχειρήσεις έως το 191 π.Χ., οπότε η πόλη καταλήφθηκε από τους Αθαμάνες, με αρχηγό τον Αμύνανδρο, κατά τον Αντιοχικό πόλεμο.

Μετά την κατάλυση της Μακεδονίας το 168 π.Χ., επιβλήθηκε πλήρης ρωμαϊκή κυριαρχία τόσο στη Θεσσαλία όσο και στη Μακεδονία.

Τα παραπάνω αποτελούν στοιχεία μελέτης του Λεωνίδα Π. Χατζηαγγελάκη, αρχαιολόγου και επί τιμή εφόρου αρχαιοτήτων του ΥΠΠΟΑ.

Ίδρυση της πόλης

Σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές, η πόλη ιδρύθηκε από τον Πέλιννο, γιο του Οιχαλιέα, από την Οιχαλία — την πόλη του Ευρύτου. Η πρώτη αναφορά της Πέλιννας γίνεται από τον Πίνδαρο, ο οποίος την αναφέρει ως πατρίδα του Ιπποκλή, νικητή στους αγώνες διαύλου στα Πύθια το 498 π.Χ.

Οι αρχαίες μαρτυρίες και τα αρχιτεκτονικά λείψανα προσφέρουν πολύτιμες πληροφορίες για τη ζωή της πόλης, κυρίως κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. και στους μεταγενέστερους χρόνους. Κατά το πρώτο μισό του 4ου αιώνα π.Χ., η Πέλιννα ακολουθούσε πολιτική αντίθετη προς τις Φερές, ενώ η Τρίκκη και η Φαρκαδώνα είχαν ταχθεί με το μέρος των Φεραίων.

Το 357 π.Χ., έπειτα από πρόσκληση των Αλευάδων της Λάρισας, κατήλθε στη Θεσσαλία ο Μακεδόνας βασιλιάς Φίλιππος Β’, ο οποίος «απελευθέρωσε» τις θεσσαλικές πόλεις από την κυριαρχία των Φεραίων. Ο Φίλιππος ενίσχυσε τα τείχη και τα οικοδομήματα της Πέλιννας και εγκατέστησε μόνιμη μακεδονική φρουρά.

Μετά τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ., η Πέλιννα επεκτάθηκε και οχυρώθηκε με ισχυρό τείχος, κατασκευασμένο σύμφωνα με τις αρχές της πολεμικής αρχιτεκτονικής των ύστερων κλασικών και πρώιμων ελληνιστικών χρόνων, βάσει του ισόδομου τραπεζιόσχημου συστήματος τειχοδομίας. Οι οριζόντιοι γωνιόλιθοι, από ντόπιο λευκόφαιο ασβεστόλιθο των τοπικών λατομείων, έχουν μακρές πλευρές που είναι οριζόντιες και παράλληλες, ενώ οι στενές πλευρές είναι ακανόνιστες και διατάσσονται εκατέρωθεν μιας νοητής κατακόρυφης γραμμής.

Η εξωτερική επιφάνεια των λίθων φέρει είτε αδρή επεξεργασία με χονδρό βελόνι είτε, σε πολλές περιπτώσεις, παραμένει εντελώς ακατέργαστη.


Πηγή: Εφ. Πρωινός Λόγος

Κυριακή 22 Ιουνίου 2025

Η εξομολόγηση του Χρυσόστομου (Διήγημα του τόπου μας)

 

Είχε μπει για τα καλά το καλοκαίρι, και οι μέρες έκαιγαν με τον ήλιο να σκαρφαλώνει κατακόρυφα στον ουρανό. Οι καβαλάρηδες, τρεις στον αριθμό, είχαν ξεκινήσει από τα χωριά του Κόζιακα, όπως κάθε χρόνο, για να κατηφορίσουν προς το Βαλτινό. Τα άλογα, μαυρισμένα από τον ιδρώτα, κάλπαζαν αργά μέσα από τα μονοπάτια, σέρνοντας μαζί τους την κουρασμένη αντρεία των αναβατών τους. Ήταν άντρες σκληροί, από εκείνους που δεν λογαριάζουν ούτε νόμους ούτε Θεό, μονάχα τη δύναμη του όπλου και του σπαθιού.

Το σούρουπο τους βρήκε να διασχίζουν τον δρόμο προς το χωριό, όταν ξαφνικά, μπροστά τους, φάνηκε να προχωρά μια νέα κοπέλα. Μόνη, με χαμηλωμένο βλέμμα και βήμα βιαστικό, η μορφή της έμοιαζε σχεδόν απόκοσμη μέσα στο λιγοστό φως του δειλινού. Οι καβαλάρηδες δεν άργησαν να «σταυρώσουν» τον δρόμο της — την εγκλώβισαν ανάμεσά τους, και, εκμεταλλευόμενοι την ερημιά της ώρας και την απουσία μαρτύρων, ακολούθησαν το σκοτεινότερο μονοπάτι της ανθρώπινης φύσης. Τη βίασαν χωρίς οίκτο, με τον πιο άγριο και απάνθρωπο τρόπο.

Μα τα ζωώδη ένστικτά τους δεν ικανοποιήθηκαν. Ένας απ’ αυτούς έβγαλε μαχαίρι και, γελώντας, έκοψε τα μακριά μαλλιά της κοπέλας, τα οποία οι άλλοι δύο μάζεψαν σαν λάφυρο – σαν τρόπαιο της ντροπής και της κτηνωδίας τους. Οι «κοσιάνες» της, όπως τις έλεγαν, έγιναν το πιο βαρύ σύμβολο της ατίμωσης.

Τέτοια περιστατικά, δυστυχώς, δεν ήταν σπάνια την εποχή εκείνη. Το 1920, στην ύπαιθρο της Θεσσαλίας, η βία των ισχυρών περνούσε συχνά απαρατήρητη και, ακόμη χειρότερα, ατιμώρητη. Όταν η κοπέλα έφτασε στο σπίτι της, σε άθλια κατάσταση, με τα ρούχα σκισμένα, το κορμί πληγωμένο και την ψυχή ματωμένη, δεν χρειάστηκε να πει πολλά. Ο τρόμος στα μάτια της, οι λυγμοί και τα ξεριζωμένα μαλλιά της μιλούσαν από μόνα τους. Όμως, βρήκε τη δύναμη να μιλήσει. Δάκρυα και λόγια μπλέχτηκαν καθώς διηγήθηκε στην οικογένειά της τον εφιάλτη.

Στο φτωχικό σπίτι, που μέχρι τότε γνώριζε τη γαλήνη και τον αγώνα της επιβίωσης, η ατίμωση έσκασε σαν κεραυνός. Η ντροπή κάθισε βαριά στις ψυχές όλων. Ο φόβος και ο θυμός πάλευαν μέσα τους, με τον τελευταίο να φουντώνει περισσότερο στον Χρυσόστομο, τον μεγαλύτερο αδερφό της κοπέλας. Ήταν άντρας λιγομίλητος, μα με μάτια που έβγαζαν σπίθες και χέρια που είχαν μάθει από νωρίς να κρατούν το όπλο, όχι για επίδειξη, αλλά για επιβίωση και, όταν χρειαστεί, για δικαιοσύνη.

Το επόμενο πρωί, χωρίς πολλές κουβέντες, ο Χρυσόστομος πήρε το ντουφέκι του και ξεκίνησε για τη Μεριά. Ήξερε καλά ποιοι ήταν οι δράστες. Τους γνώριζε από παλιά, ήξερε τις φαμίλιες τους, ήξερε τα πρόσωπά τους και τις κακές τους συνήθειες. Δεν είχε σκοπό να περιμένει την αστυνομία ή τη δικαιοσύνη των χαρτιών. Η τιμή της οικογένειάς του, η αξιοπρέπεια της αδελφής του, δεν μπορούσαν να μείνουν αδικαίωτες.

Τους βρήκε στα αλώνια, να πίνουν τσίπουρο και να γελούν τραχιά, σαν να μη συνέβη τίποτα. Τους πλησίασε ήρεμα, μα το βλέμμα του έκαιγε. Τους ζήτησε το λόγο.

Εκείνοι, θρασείς όπως πάντα, τον περιγέλασαν. Του είπαν να καθίσει φρόνιμα, αλλιώς θα τον σκότωναν. Τον απείλησαν, χωρίς να ξέρουν πως ο άντρας που είχαν απέναντί τους δεν είχε πια τίποτα να χάσει. Ο Χρυσόστομος δεν μίλησε άλλο. Έβγαλε το όπλο του και άρχισε να πυροβολεί.

Ο πανικός σκορπίστηκε γύρω του. Οι τρεις άντρες έτρεχαν να προφυλαχτούν, μα το μίσος του ήταν γρήγορο και το βόλι του ακριβές. Ο ένας σωριάστηκε καταγής, χτυπημένος θανάσιμα. Οι άλλοι δύο, χωρίς να τολμήσουν να γυρίσουν πίσω, κατάφεραν να ανέβουν στα άλογά τους και να εξαφανιστούν.

Ο Χρυσόστομος πλησίασε το πτώμα χωρίς δισταγμό. Έσκυψε, έψαξε το σακάκι του νεκρού και, όπως περίμενε, βρήκε εκεί τις κοσιάνες — τις χαμένες μπούκλες της αδερφής του. Τις πήρε στα χέρια του και τις κοίταξε για μια στιγμή, σαν να μετρούσε το βάρος τους. Ήταν ελαφριές, κι όμως βαρύτερες από μολύβι. Τις έφερε πίσω στην αδερφή του, χωρίς να πει κουβέντα. Ήταν ο δικός του τρόπος να δηλώσει πως η τιμή του σπιτιού είχε αποκατασταθεί, πως το άδικο δεν θα μείνει ατιμώρητο.

Ύστερα, χωρίς καθυστέρηση, βάδισε προς την εκκλησία. Στα χέρια του κρατούσε το όπλο, όχι πια σαν απειλή, αλλά σαν μαρτυρία. Στάθηκε μπροστά στην εκκλησιά και φώναξε με φωνή που ράγιζε πέτρες:

— Παπά Θανάση! Έλα να με εξομολογήσεις! Σκότωσα άνθρωπο!

Εκεί, μπροστά στον Θεό και στους ανθρώπους, ο Χρυσόστομος έβαλε την πράξη του στο φως. Δεν ζήτησε έλεος ούτε συγχώρεση — ζήτησε μονάχα να ακουστεί.

-----------

Κι από ’κεί και πέρα, τίποτα δεν είναι βέβαιο. Ο Χρυσόστομος Μαντέλας, αδερφός του Ηλία Μαντέλα, χάθηκε από τα βιβλία και τις αφηγήσεις με τρόπο που μοιάζει με σκιά. Δεν άφησε απογόνους, και κανείς δεν έμαθε με βεβαιότητα τι απέγινε.

Άλλοι λένε πως συνελήφθη, δικάστηκε και εκτελέστηκε. Άλλοι λένε πως τον έστειλαν στις φυλακές και πέθανε εκεί, ήσυχα και μόνος. Κάποιοι ψιθυρίζουν πως δεν άντεξε το βάρος και έβαλε τέλος στη ζωή του. Υπάρχει και μια τελευταία ιστορία, πιο θλιβερή απ’ όλες: πως τρελάθηκε και τον έκλεισαν σ’ ένα κελί στον Άη Νικόλα, στη Φήκη, εκεί όπου οι χαμένοι άνθρωποι μένουν για πάντα ξεχασμένοι.

Μα όποιο κι αν είναι το τέλος του, ένα πράγμα μένει βέβαιο: ο Χρυσόστομος δεν επέτρεψε να μείνει η αδικία χωρίς απάντηση. Σήκωσε το βάρος μιας πράξης φριχτής, όχι για να πάρει εκδίκηση, μα για να σταθεί όρθιος μπροστά στον εαυτό του και στον Θεό του.

Και ίσως, κάπου ανάμεσα στους ίσκιους των βουνών και στις ιστορίες των παλιών, να υπάρχει ακόμα το αποτύπωμά του – σαν ανάμνηση πικρή, σαν θύμηση μιας εποχής που η τιμή μετρούσε περισσότερο κι απ’ τη ζωή.